Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

ANTΩΝΗ Κ. ΖΑΧΑΡΑΚΗ - Έμμετρες Ιστορίες

Ένα ολάνθιστο εξώφυλλο στολίζει το τελευταίο βιβλίο του δάσκαλου Αντώνη Ζαχαράκη. «Έμμετρες Ιστορίες» το ονομάζει και το αφιερώνει στα γηρατειά, στη δεύτερη νεότητα, την κατασταλαγμένη και σοφή, θα συμπλήρωνα εγώ.
Συνηθίζει να μας εκπλήσσει τα τελευταία χρόνια ο ποιητής και συγγραφέας. Οκτώ βιβλία είναι η μέχρι τώρα παραγωγή του, σε πεζό και έμμετρο λόγο, και αντίθετα από το συνηθισμένο, εξακολουθεί να έχει γενεσιουργό έμπνευση.
Συγγενικοί δεσμοί με συνδέουν με τον Αντώνη Ζαχαράκη και καμαρώνω γι’ αυτό. Εκτός από θείο όμως τον είχα και δάσκαλο στα πρώτα μαθητικά μου χρόνια και του οφείλω πολλά. Για όλους τους παραπάνω λόγους δυσκολεύομαι να γράψω από φόβο μήπως δεν είμαι όσο πρέπει αντικειμενικός. Ωστόσο θα πω κάποια πράγματα που είναι γενικά παραδεκτά.
Πρώτα-πρώτα ο Ζαχαράκης ήταν και εξακολουθεί να είναι δάσκαλος με την κυριολεξία του όρου. Δάσκαλος αγνών ψυχών, δάσκαλος της ζωής και των ανθρώπων. Με μια λεβέντικη ψυχή και μια καρδιά γεμάτη καλοσύνη. Τον θυμάμαι στο καφενείο του πατέρα μου τα βράδια, τα παλιά εκείνα χρόνια. Παρατούσαν τα χαρτιά οι χωριανοί και μαζευόντουσαν γύρω του. Κι αυτός με το γνωστό μειλίχιο ύφος του δίδασκε. Ναι, όπως το ακούτε. Τους εξηγούσε με απλά λόγια το καθετί. Από την τρέχουσα επικαιρότητα μέχρι τα καιρικά φαινόμενα.
Αγαπούσε τους ανθρώπους ο Αντώνης κι αυτοί τον λάτρευαν και τον τιμούσαν. Ένιωθαν υπερήφανοι που το φτωχό ορφανό αγόρι που είχε ανατραφεί με χίλιες δυο στερήσεις, είχε εξελιχθεί σ’ έναν θαυμάσιο άνθρωπο και επιστήμονα. Είχε γνώσεις κι ένα μνημονικό αξιοζήλευτο. Σ’ αυτά του τα προσόντα προστέθηκε κι η εμπειρία της ζωής την οποία αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο.
«Ο καλός, καλό δεν έχει», συνηθίζει να λέει ο λαός μας. Στον Ζαχαράκη ωστόσο η ζωή έκανε εξαίρεση. Του χάρισε μια εξαίρετη σύζυγο, τη Χαρά, που γέμισε με χαρές το σπιτικό του. Του γέννησε δυο γιους, τον Κωστή και τον Χάρη, που τους ζύμωσαν με τα στέρεα υλικά που δίδασκαν και τους πότισαν μέχρι το μεδούλι με αγάπη για τον κόσμο. Τους σπούδασαν, τους έκαναν γιατρούς κι αξιώθηκαν να τους καμαρώσουν καταξιωμένους επαγγελματικά, να ανατρέφουν παιδιά, τα εγγόνια της Χαράς και του Αντώνη.
Σίγουρα αυτό το θαυμάσιο οικογενειακό περιβάλλον έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πλούσια συγγραφική παραγωγή του. Τον πόνο τραγουδά ο Ζαχαράκης. Την αγάπη, τον έρωτα, τα ήθη και τα έθιμα. Τη θρησκεία και την οικογένεια. Τα ιδανικά δηλαδή που κράτησαν τον ελληνισμό αλώβητο και του επέτρεψαν να επιβιώσει. Γνώρισε καταστροφές η Ελλάδα. Πολέμους και κατακτητές που την κράτησαν αλυσοδεμένη για αιώνες ατέλειωτους. Τα κατάφερε όμως και σήκωσε κεφάλι. Αυτά δίδασκε ο Ζαχαράκης κι αυτά προσπαθεί να μεταδώσει μέσα από τα γραπτά του, κι από την ανταπόκριση του κοινού φαίνεται πως τα καταφέρνει.
Να ’σαι καλά, παλιέ μου δάσκαλε, θείε μου αγαπητέ, κι εξακολούθησε να γράφεις. Μας πλουτίζεις έτσι με γνώσεις και με όμορφα βιβλία.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Γιώργος Παπακωνσταντής - Από την παράδοση στην παράβαση

Την ώρα που γύρω μας επικρατεί ο παραλογισμός, που η χώρα βυθίζεται στο χάος, με μια πρωτοφανή διεθνή οικονομική κρίση σε εξέλιξη και τα σκάνδαλα να διαδέχονται το ένα το άλλο, ο Γιώργος Παπακωνσταντής βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί με τα μεγάλα και τα σπουδαία. «Από την παράδοση στην παράβαση» είναι ο τίτλος του πέμπτου κατά σειρά βιβλίου του. Πρόκειται για ένα βιβλίο-μελέτη, δοσμένο από έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει τη ζωή τόσο στο πεζοδρόμιο, λόγω παλαιότερης επαγγελματικής ενασχόλησης, όσο και στα θρανία.
Ξεκινώντας να σχολιάσω το τελευταίο του πόνημα σταματώ καταρχήν στο εντυπωσιακό εξώφυλλο με τις παραστατικές φωτογραφίες και τον εύστοχο τίτλο, που αφαιρεί με την πρώτη ένα από τα βασικά επιχειρήματα μιας σειράς παρανομούντων. Πανεπιστημιακός δάσκαλος ο συγγραφέας, κρίνει σκόπιμο να εισάγει τον αναγνώστη στις βασικές έννοιες κάνοντας αναφορά στο έγκλημα και την εγκληματικότητα, ερμηνεύοντάς τις και ανατρέχοντας στα αίτια που τις προκαλούν.
Στο δεύτερο μέρος την τιμητική της έχει η Κρήτη, ένας χώρος αντιθέσεων όπως γράφει επί λέξει. Μελετά την ιστορία της σε βάθος και φτάνει μέχρι τις μέρες μας που τις χαρακτηρίζουν η έξαρση της παραβατικότητας γενικά. Ασχολείται με περιστατικά παράλογα που όμως έχουν συμβεί, τα γνωρίζουμε όλοι μας, μας έχουν συνταράξει, προβληματίσει και έχουν γίνει πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, όπως έχουν απασχολήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και τις τηλεοράσεις. Δεν σταματά όμως στην καταγραφή τους μόνο, αλλά αναλύει σε βάθος τα αίτια που τα προκάλεσαν, τον κοινωνικό περίγυρο του χώρου που διαπράχθηκαν και τον αντίχτυπο που είχαν στην κοινωνία.
Στη συνέχεια αναφέρεται σε κάθε νομό χωριστά παραθέτοντας χρήσιμες πληροφορίες για τον πληθυσμό, τη διοικητική διαίρεση, τις ασχολίες των κατοίκων και τα σπουδαιότερα αστικά και ημιαστικά κέντρα. Και βέβαια αφού αναφερόμαστε στην Κρήτη δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η αγάπη των κρητικών για τα όπλα. Με επιστημονικό τρόπο εξηγεί πώς η λαχτάρα του κρητικού για λευτεριά και η αίσθηση ασφάλειας που του παρείχαν τα όπλα, μετεξελίχθηκε από κάποιους επιτήδειους σε επιστήμη που κατέληξε σε ένα ιδιαίτερα κερδοφόρο επάγγελμα (αυτό του εμπόρου όπλων και πυρομαχικών) και τροφοδότησε τη βία και την επιθετικότητα στη συνέχεια. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στη βεντέτα και τα ολέθρια αποτελέσματα που συνεπάγεται και επισημαίνει την απουσία εξειδικευμένων επιστημονικών ερευνών για την εγκληματικότητα στην Κρήτη.
Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει στατιστικά στοιχεία που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα εγκληματικότητας όπως είναι οι ληστείες, οι κλοπές, η ζωοκλοπή και οι καταπατήσεις. Και βέβαια ένα σημαντικό μέρος καταλαμβάνει η παραγωγή και το εμπόριο ναρκωτικών, με την περίπτωση του Μυλοποτάμου και των Ζωνιανών σε περίοπτη θέση, και η διακίνηση μεταναστών με την εκμετάλλευσή τους τόσο στον εργασιακό τομέα όσο και στον σεξουαλικό. Το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει τα συμπεράσματα και τις αξιολογήσεις.
Τελειώνοντας θέλω να επισημάνω πως πρόκειται για ένα πολύπλευρο επιστημονικό έργο που συνδυάζει την έρευνα με τη μελέτη και την τεκμηρίωση που αντί να απωθεί, προσελκύει. Κι αυτό γιατί είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή και κατανοητή σε όλους, παρά το ότι αγγίζει θέματα και έννοιες πολλές φορές δυσνόητες. Έτσι το μόνο που μου απομένει να τονίσω είναι πως αποτελεί ένα ευχάριστο ανάγνωσμα και ένα πολύτιμο εργαλείο γνώσης. Στον συγγραφέα εκτός των συγχαρητηρίων, εύχομαι καλή συνέχεια γιατί σίγουρα έχει πολλά να μας δώσει ακόμη.


Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Το Χτικιό - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΕΤΟΥΔΑΚΗΣ

Στη μάχη των αναμνήσεων έχει αποδυθεί στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το Χτικιό» ο Δημήτρης Αετουδάκης κι άθελά του γυρίζει πίσω και το δικό μου ρολόι του χρόνου. Άνθρωπος υπερδραστήριος, αεικίνητος, της προσφοράς, ο συγγραφέας. Με ευπρέπεια και ήθος. Με προσφορά αξιοζήλευτη σε κάθε τομέα που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του και έχει ασχοληθεί. Καταξιωμένος και πολυγραφότατος λογοτέχνης με πλούσιο συγγραφικό έργο. Αυτός είναι με δυο λόγια ο Αετουδάκης, όπως εγώ τον γνώρισα.
Έχω γράψει κι άλλες φορές πως αισθάνομαι άβολα την κάθε φορά που νιώθω την ανάγκη να σχολιάσω κάποια του δουλειά γιατί μας συνδέουν στενοί, ακατάλυτοι φιλικοί δεσμοί. Από τότε που φοιτητής εγώ, λίγο μετά το ’70, τρόφιμος της Κρητικής Εστίας στο Παγκράτι, τον πρωτοσυνάντησα. Αποκαταστημένος επαγγελματικά αυτός στον Φοίνικα που μεγαλουργούσε επί ημερών Γεωργίου Βογιατζάκη. Επιφανές μέλος της Παγκρητίου Ενώσεως από όλους αποδεκτός, σε όλους καταδεκτικός, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Πώς να ξεχάσω τον τρόπο που μας πλησίαζε, μας συμβούλευε, μας βοηθούσε. Αδύνατον να λησμονήσω το ενδιαφέρον που έδειχνε για κάθε φοιτητή, τις ενέργειες που έκανε για να μας βρει δουλειά εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του, τις φιλολογικές συζητήσεις, τις θεωρίες, τις αναλύσεις, τις προσπάθειές του να μας μεταδώσει γνώσεις και να μας μυήσει σε ιδέες την ώρα που η Μαρία, η αδελφή του, φρόντιζε το λιτό πιάτο, πιο ζεστό κι από την καρδιά τους, που θα μας κρατούσε συντροφιά για το υπόλοιπο βράδυ.
Ο Δημήτρης ήταν για μας ο προστάτης όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, ο μπιστικός φίλος, ο μεγάλος αδελφός. Και πάντα ο αγιάτρευτος καημός του ήταν η Κρήτη γενικότερα και ειδικότερα το Ρέθυμνο. Η ψυχή του βρισκόταν κολλημένη μόνιμα στην πέρα από το γιαλό μικρή πολιτεία που τον γέννησε και στο χωριό του, το Ατσιπόπουλο, που δεν λησμόνησε ποτέ. Αντίθετα, ύμνησε και τα δυο με τη γραφίδα του που, θέλει δεν θέλει, συγκινεί γιατί βγάζει λαχτάρα, συναίσθημα, περηφάνια και πόνο.
Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε που τον γνώρισα. Άπειρες φορές μου είχε δοθεί η ευκαιρία να τον θαυμάσω για χίλια δυο, περισσότερο για της ψυχής του το μεγαλείο όμως. Για την ανιδιοτελή προσφορά του, για τη σοφία που, καταστάλαγμα μιας πλούσιας ζωής, τον χαρακτηρίζει. Για την τάση του να γίνεται ο ίδιος παράδειγμα προς μίμηση. Άλλωστε πρόσφατα μόλις παρέδωσε οικειοθελώς την προεδρία του Συλλόγου Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι», ανοίγοντας τον δρόμο σε νεώτερους. Την ώρα που άλλοι μένουν γαντζωμένοι πεισματικά στην όποια τους καρέκλα, ο Δημήτρης έδωσε και σ’ αυτόν τον τομέα το παράδειγμα.
Γνώριζα μέσες άκρες πως είχε μεγαλώσει ορφανός, απροστάτευτος στην ουσία κι ίσως οι δυσκολίες που αντιμετώπισε να ήταν η αιτία που διαμόρφωσε αυτόν τον χαρακτήρα. Δεν ήξερα ωστόσο λεπτομέρειες μέχρι που ο ίδιος αποφάσισε να τις δημοσιοποιήσει με «Το Χτικιό», κάνοντας παράλληλα το καλύτερο μνημόσυνο στην αδικοχαμένη οικογένειά του. Μόνο σαν παραμύθι με κακό τέλος μπορώ να δώσω το στόρι του βιβλίου.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό στην ταραγμένη περίοδο του μεσοπολέμου μια ευτυχισμένη πολυμελής οικογένεια. Τελωνειακός ο πατέρας, μορφωμένος για τα δεδομένα της εποχής, άξιος και δραστήριος. Αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα η μάνα, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια τα παιδιά που συμπλήρωναν την οικογένεια. Μα ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και κακοί και φθόνησαν την τόση ευτυχία. Απολύθηκε από την υπηρεσία του ο πατέρας που άνοιξε διασαφιστικό γραφείο στη συνέχεια, που όμως εξαπατήθηκε πάλι από έναν μεγαλέμπορο κι αναγκάστηκε να πουλήσει την περιουσία του για να ξεμπλέξει. Κάπου εκεί πύκνωσαν τα σύννεφα του πολέμου κι ο Γιάννης, ο πρωτότοκος, βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο απ’ όπου γύρισε τραυματίας μεν, ήρωας δε, καμάρι των γονιών του και της πολιτείας.
Οι στερήσεις και οι κακουχίες της Κατοχής εξασθένισαν τον ήδη ταλαιπωρημένο πατέρα που πέθανε τον πρώτο χρόνο. Ακολούθησε η Κυριακούλα, η αδελφή, μια κόρη δεκατεσσάρων χρονών που πριν προλάβει ν’ ανθίσει, έλιωσε κι έσβησε σαν κερί νικημένη από το χτικιό που ρήμαζε τα στενά της κουρσεμένης πόλης. Δεν άντεξε η μάνα τα τόσα θανατικά κι ακολούθησε κύρη και κόρη. Στο μεταξύ στο Ρέθυμνο η Αντίσταση γιγαντωνόταν κι οι πρώτες ομάδες αποχτούσαν δομή και οργάνωση. Με τον ΕΟΡ συντάχθηκε ο μεγάλος, ο Γιάννης, με την ΕΠΟΝ οι μικρότεροι, Γιώργης και Λευτέρης.
Η απελευθέρωση μόνο προσωρινή ανακούφιση προσφέρει στη ρημαγμένη Ελλάδα και τη χαροκαμένη οικογένεια Αετουδάκη. Ο ένας αδελφός, ο Λευτέρης, στρατεύθηκε στα χρόνια του Εμφυλίου και έπεσε ηρωικά στην περιοχή του Ολύμπου. Είχε προλάβει όμως το χτικιό κι είχε χτυπήσει πάλι. Ο άλλος αδελφός, ο Γιώργης, στα είκοσι πέντε του μόλις χρόνια άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο με παράπονο μεγάλο κι ένα δάκρυ που είχε πετρώσει στο άψυχο πρόσωπό του. Κι απόμεινε ο γνωστός μας Δημήτρης κι η μικρή Μαρία πεντάρφανα στο έλεος της μοίρας και των αέρηδων.
Αυτή είναι η ιστορία του βιβλίου, φίλε αναγνώστη. Γραμμένη από έναν τεχνίτη του λόγου μ’ έναν ψυχισμό σπάνιο που συγκλονίζει. Και βέβαια, παρένθετο, παρουσιάζει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής και της τοπικής ιστορίας. Από τους Υψηλάντες και τη Μεγάλη Επανάσταση, μέχρι τη Μικρασία, τη Μεταξική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Δυο παρατηρήσεις μόνο έχω να κάνω. Η πρώτη, μια ασήμαντη λεπτομέρεια, αφορά το αεροδρόμιο που ο συγγραφέας το τοποθετεί στην απλάδα Πλατανιά-Μυσσιρίων, ενώ το μόνο αεροδρόμιο που έχω ακουστά εκτεινόταν από τη θέση που είναι το σημερινό El Greco και ανατολικά μέχρι το Σφακάκι.
Η δεύτερη και πιο ουσιαστική είναι ιδεολογικής κυρίως φύσεως κι έχει να κάνει με τη στάση του λαού μας απέναντι στους Αμερικάνους. Όσο κι αν σε στεναχωρήσω, φίλε μου Δημητράκη, δυστυχώς η πραγματικότητα είναι αυτή και δεν αλλάζει. Πράγματι βοήθησαν οι Αμερικάνοι τότε. Και βοήθεια έστειλαν και σχέδια έκαναν και δόγματα έβγαλαν. Για το συμφέρον τους όμως. Για να αλυσοδέσουν για άλλη μια φορά τούτον τον δύστυχο τόπο στο άρμα τους. Μαζί με τους Άγγλους παλινόρθωσαν τους Γλύξμπουργκ και μαζί τις αμερικανόδουλες κυβερνήσεις που γέμισαν με αγωνιστές της Αντίστασης τις φυλακές, τα ξερονήσια κι έβαζαν τα εκτελεστικά αποσπάσματα να δουλέυουν ασταμάτητα σκοτώνοντάς τους άδικα. Τα γνωρίζεις όλα αυτά και με συγχωρείς που πήρα φόρα και τα θίγω. Όμως δεν πρέπει να ξεχνιέται, κι είναι χρέος μας αυτό, η συμβολή της Αμερικής στην επιβολή της δικτατορίας που, εκτός των άλλων, είχε σαν αποτέλεσμα την προδοσία και την τραγωδία της Κύπρου.
Με τις δυο παρατηρήσεις μου αυτές ούτε εις το ελάχιστο δεν θέλω να μειώσω την αξία του βιβλίου που κατ’ επανάληψη με συγκίνησε και με συγκλόνισε. Να είσαι καλά, φίλε Δημήτρη, και να εξακολουθήσεις να προσφέρεις, γιατί μόνο έτσι θα αισθάνεσαι ευτυχής.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ Γεώργιος Ζαχ. Σκουλούδης-Εμμανουήλ Παχλάς

Έχω πολλές φορές αναφερθεί στο έργο τής Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης και του προέδρου της κ. Μιχάλη Τρούλη, σε σημείο που φοβάμαι πως θα παρεξηγηθώ στο τέλος. Ωστόσο κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου κάποια έκδοση της Ι.Λ.Ε.Ρ. μου είναι αδύνατον να αντισταθώ στον πειρασμό και να μην γράψω δυο λέξεις.
«Διπλωματία και πόλεμος» είναι ο τίτλος του πολυτελούς τόμου που μου έκανε την τιμή να μου δωρίσει αυτή τη φορά ο αεικίνητος Μιχάλης Τρούλης. Συγγραφείς του, δύο έγκριτοι Ρεθεμνιώτες, ο καθηγητής Δημήτριος Στεργίου, απόγονος δύο ιστορικών οικογενειών του Ρεθύμνου και ο πρέσβης ε.τ. Χρήστος Ζαχαράκης. Θέμα του η πολιτεία του Γεωργίου Ζαχ. Σκουλούδη και του ήρωα Εμμανουήλ Παχλά, που αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό τους οι οικογένειές τους ενώθηκαν με συγγενικούς δεσμούς.
Ο τίτλος του ανεκτίμητου αυτού ιστορικού πονήματος κρίνεται απόλυτα επιτυχής αφού οι δύο ήρωες του βιβλίου υπηρέτησαν αντίστοιχα τη διπλωματία ο πρώτος και τον πόλεμο ο δεύτερος.
Τση Κρήτης εγυρέψανε τση λευτεριάς σημάδι
κι αυτή τη χέρα εσήκωσε κι έδειξ’ οθέν’ τ’ Αρκάδι.
Τη δύσκολη χρονιά του 1866 είχαν πυκνώσει πάλι τα σύννεφα του πολέμου πάνω από το κουρσεμένο Ρέθεμνος και μια ακόμη επανάσταση ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Προξενικός Πράκτορας της Ρωσίας στο Ρέθυμνο υπηρετούσε ήδη από ετών ο Γεώργιος Σκουλούδης, ένας πλούσιος ανοιχτομάτης έμπορος, που εκμεταλλευόμενος τη θέση του προσπαθούσε με συνεχείς αναφορές να προκαλεί την επέμβαση της Μεγάλης Αυτοκρατορίας που εκπροσωπούσε, προς όφελος των δύσμοιρων συμπατριωτών του.
Παρά το γεγονός ότι η μόρφωσή του ήταν εγκυκλοπαιδική, κυρίως, κατάφερνε μέσα από τις φαινομενικά αμερόληπτες αναφορές του να διεκτραγωδεί την κατάσταση στην οποία βρισκόντουσαν οι υπόδουλοι Ρεθεμνιώτες. Αναφέρει με λεπτομέρειες την οικονομική τους κατάσταση, τους τρόπους διαβίωσης όπως και τις πιέσεις, τους εξευτελισμούς και τα βάσανα στα οποία τους υπέβαλαν οι κατακτητές. Ήδη από το 1861 γνωστοποιεί στο Ρωσικό Προξενείο των Χανίων τις Τουρκικές αδικοπραγίες στο Μοναστήρι Βένι και συνεχίζει να ενημερώνει ανελλιπώς, να ζητά την έγκριση για να κάνει παρεμβάσεις και να παρακινεί τη Μεγάλη Δύναμη να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες. Ωστόσο τα αλληλοσυγκρουόμενα, πολλές φορές, συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και η προσήλωση της Ρωσίας στον ρόλο του παρατηρητή για να μη διαταράξει τις σχέσεις της με την Υψηλή Πύλη, ελάχιστα ωφέλησαν τους εξαθλιωμένους Ρεθεμνιώτες.
Έτσι από τους πρώτους μήνες του 1866 η, ούτως ή άλλως, έκρυθμη κατάσταση είχε διαταραχθεί σοβαρά. Οι χριστιανοί πρόκριτοι σε μια ύστατη προσπάθεια αποτροπής τής ανοιχτής σύγκρουσης είχαν αρχίσει να συνέρχονται και να κάνουν διαβήματα προς κάθε κατεύθυνση. Τέτοια διαβήματα έγιναν πολλά που έφταναν στους Προξενικούς Πράκτορες των Μεγάλων Δυνάμεων και βέβαια στον Ρώσο Πράκτορα Γεώργιο Σκουλούδη που τα διαβίβαζε αμέσως, συντάσσοντας και τη δική του αναφορά.
Η απάντηση της Τουρκίας στην κινητικότητα αυτή ήταν να στείλει τον Μουσταφά Πασά με πολυπληθή στρατό με στόχο να καταστείλει κάθε μορφή αντίστασης ή διαμαρτυρίας στην περιφέρεια του Ρεθύμνου. Ανήσυχος ο Γεώργιος Σκουλούδης βλέπει την καταστροφή να έρχεται και προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να τη σταματήσει. Φτάνει στο σημείο να συναντηθεί με τον Μουσταφά Πασά και να συνομιλήσει μαζί του, όμως τα γεγονότα τρέχουν και δεν τα προλαβαίνει. Χωριά λεηλατούνται και καίγονται, χριστιανοί σφαγιάζονται, γυναίκες ατιμάζονται, χαλασμός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Όποιοι έχουν όπλα τα παίρνουν και πιάνουν τα βουνά. Κι από κοντά γυναικόπαιδα, που εκτός από την προστασία που επιζητούν, βοηθούν τους άντρες στον αγώνα. Τα γεγονότα από κει κι ύστερα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το πολιορκημένο Αρκάδι δέχεται λυσσαλέα επίθεση αλλά οι υποστηρικτές του, ανάμεσά τους κι ο Εμμανουήλ Παχλάς με την ομάδα του, καλά κρατούν. Οι ώρες περνούν, οι επιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, τα μπαρουτάσκαγα των πολιορκημένων σώνονται, η κεντρική πύλη του Μοναστηριού πέφτει κι οι Τούρκοι, σκυλιά λυσσασμένα, ορμούν στον περίβολο. Ο Εμμανουήλ Παχλάς με την ομάδα του επιχειρεί έξοδο κι όλοι μαζί, μέχρι τον τελευταίο, πέφτουν μαχόμενοι ηρωικά. Μέσα στον γενικό χαμό ο Ηγούμενος Γαβριήλ ευλογεί κι ο Γιαμπουδάκης σέρνει την μπιστόλα του και τη στρέφει στην Μπαρουταποθήκη. «Τρόχαλος έγινε η Μονή κι εσείστη ο Ψηλορείτης…».
Ο Γεώργιος Σκουλούδης δεν παραλείπει να ενημερώνει ανελλιπώς το Ρώσικο Προξενείο στα Χανιά, ενώ παράλληλα παρέχει στέγη, τροφή και προστασία σε πλήθος κατατρεγμένων. Κι όμως η μοίρα δεν φύλαξε τα καλύτερα για τον μεγάλο αυτό Ρεθύμνιο άντρα. Τα γηρατειά, εκτός από την απώλεια της όρασης, του έφεραν κι άλλα δεινά. Οικογενειακές προστριβές, διαζύγιο σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία με τη γυναίκα της ζωής του, δικαστήρια με τη μοναχοκόρη και τον γαμπρό του, προσπάθεια να χαρακτηριστεί παράφρονας και ν’ αποξενωθεί από την περιουσία του. Και το αποκορύφωμα, η αντικατάστασή του από τη θέση του Προξενικού Πράκτορα Ρεθύμνης, ύστερα από 25 χρόνια αφοσιωμένης υπηρεσίας που τον ανάγκασε να συντάξει την τελευταία του επίσημη αναφορά που ξεχείλιζε από συναίσθημα και παράπονο.
Συγγνώμη οφείλω να ζητήσω που σας κούρασα. Όμως παρασύρθηκα από τη δύναμη του περιεχομένου, τον πλούτο των στοιχείων που παραθέτει και την όλη περίοδο που συνέβησαν κοσμοϊστορικά γεγονότα. Συγχαρητήρια αξίζουν στους συγγραφείς, όπως και στην ΙΛΕΡ και τον πρόεδρό της Μιχάλη Τρούλη για το δώρο που έκαναν στο Ρέθυμνο φωτίζοντας αυτές τις τόσο σημαντικές προσωπικότητες.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί - ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΑΝΤΟΥΜΑΚΗΣ

Τον Ιωάννη Χαντουμάκη τον γνώρισα πριν από λίγες μόνο μέρες και μάλιστα ύστερα από δική του πρωτοβουλία. Μπήκε στον κόπο να φτάσει μέχρι το Μοναστήρι τ’ Αρσανιού, στον χώρο δηλαδή όπου θα γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Αδελφότης των Στεναγμών».
Με πλησίασε ευγενικά, μου συστήθηκε και μου χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του «ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί». Ακόμη ένας, σκέφτηκα, που η αγάπη για τον τόπο του έγινε μεράκι αρχικά, βάρος ασήκωτο στη συνέχεια, που έπρεπε με κάποιο τρόπο να εκτονωθεί, να βγει στο φως του ήλιου, να κοινοποιηθεί, να επιμεριστεί και σαν αντίδωρο να μοιραστεί σε πολλούς για να πάψει να τον πλακώνει και να τον βασανίζει.
Απόλυτα τον καταλαβαίνω και τον συμμερίζομαι πάνω σ’ αυτό. Από εκεί κι έπειτα ωστόσο αρχίζουν τα δύσκολα. Όταν έρχεται η ώρα της κρίσεως. Γιατί η πιο δύσκολη περίοδος για τον συγγραφέα ξεκινά με το που θα δοθεί η εντολή τυπωθήτω. Πράγματι από εκείνη τη στιγμή οι σημειώσεις του, τα κείμενά του, τα βιώματα, οι αγωνίες, ο κόπος και η δημιουργία του έχουν πάψει οριστικά και αμετάκλητα να είναι ιδιωτικά του μυστικά, καλά ή λιγότερο καλά κρυμμένα. Από την ώρα που ο αναγνώστης θα πάρει στα χέρια του το φρεσκοτυπωμένο χαρτί, αρχίζουν οι συζητήσεις και τα σχόλια και ο δημιουργός μπαίνει σε μια φάση αγωνιώδους αναμονής. Άραγε θα αρέσει; Πήγε χαλάλι ο μόχθος μου ή θα ακολουθήσουν κρίσεις και επικρίσεις; Θα βγαίνουν επιφωνήματα ενθουσιασμού ή θα ακούγονται μασημένα λόγια συγκατάβασης; Και το πρόβλημα επιτείνεται αν τυχαίνει ο συγγραφέας να είναι πρωτοεμφανιζόμενος και ως εκ τούτου άγνωστος στο ευρύ κοινό. Τότε κάποιοι, οι περισσότεροι, απλά τον αγνοούν και τον προσπερνούν αδιάφοροι και κάποιοι άλλοι από περιέργεια και με επιφυλακτικότητα μεγάλη ρίχνουν μια ματιά για να «γραντάρουν». Να δουν, δηλαδή, αν έχει κάτι να δώσει ή απλά ικανοποίησε κάποιο του απωθημένο. Κι αν μεν κρίνουν πως είναι της σειράς, αλίμονό του. Πάλι κι αν αξίζει, δυσπιστούν. Ευκαιριακό το θεωρούν και περιμένουν τη συνέχεια. Το στραβοπάτημα το πρώτο που θα τους δώσει το δικαίωμα να τον μειώσουν και να τον χλευάσουν. Λες κι ο μικρόκοσμος ο δικός τους δεν δικαιούται κάτι ξεχωριστό κι ο γνωστός, ο διπλανός δεν μπορεί να κρύβει για χρόνια μέσα του κι αιφνίδια να ξεδιπλώνει το όποιο του ταλέντο.
Με όλα τα παραπάνω κατά νου πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Χαντουμάκη και το άνοιξα. Με προσοχή ξεκίνησα την ανάγνωση και με σεβασμό το αντιμετώπισα όπως αρμόζει, άλλωστε, να συμπεριφέρεται ο καθένας μας στον κόπο του άλλου. Γρήγορα διαπίστωσα ωστόσο πως δεν είναι αρκετό ένα βιαστικό πέρασμα, έτσι από υποχρέωση, αφού το πόνημά του είναι ένας πραγματικός θησαυρός ειδικά για τους λαογράφους και τους ερευνητές. Κι αυτό γιατί περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τα πέτρινα χρόνια της αγροτικής ζωής στο χωριό, περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε άλλωστε και ανδρώθηκε ο συγγραφέας. Δίνει πληροφορίες για τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων, τις δοξασίες, τους θρύλους, και τις παράξενες ιστορίες της περιοχής.
Ακούραστος ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να γράφει από μνήμης καθισμένος άνετα στην πολυθρόνα του γραφείου του, αλλά τρέχει, σκαρφαλώνει στα βουνά, αναζητά, ξετρυπώνει πληροφορίες και ιστορικά ντοκουμέντα, καταγράφει τις πηγές, τα βουνά, τα δύσβατα φαράγγια, τις σπηλιές και τα ποτάμια, φωτογραφίζει. Κι όλο αυτό το υλικό με δουλειά ατέλειωτη και με την υπομονή και τη μαεστρία της μέλισσας το αφομοιώνει, το μεταπλάθει και μας το σερβίρει ξανά, ακατέργαστο θαρρείς, σαν μέλι αγνό, για να αποτελέσει την πρώτη ύλη νέων δημιουργιών βασισμένων στην πλούσια συλλογή ιστορικών, πολιτιστικών και λαογραφικών στοιχείων του.
Πολλοί φιλοδοξούν και μπαίνουν τελικά στον πειρασμό να ασχοληθούν με το χωριό τους και να γράψουν γι’ αυτό. Επιχειρούν αρχικά μια πρόχειρη καταγραφή και δίνουν στη συνέχεια περισσότερο βάρος στα απλά καθημερινά προβλήματα της εποχής που συνδέεται με τη νεότητά τους κυρίως, αναπαράγοντας περιστατικά δραματικά ή κωμικά, στιγμιότυπα, σκηνές και πειράγματα στον τρελό του χωριού, φάρσες και γεγονότα που από πρώτη ματιά ενεργοποιούν το θυμικό και προκαλούν θλίψη ή θυμηδία στον αναγνώστη χωρίς επί της ουσίας να έχουν να προσφέρουν πολλά στον απληροφόρητο και άσχετο με την περιοχή. Αντίθετα, τον Χαντουμάκη τον διακρίνει μια αξιοπρόσεκτη μεθοδολογία τόσο στην έρευνα όσο και στην παράθεση ιστοριών και συμβάντων. Χωρίς να υστερεί στα τελευταία δίνει μεγαλύτερο βάρος στα περισσότερο ουσιώδη με αναλυτική περιγραφή της ευρύτερης περιοχής. Καταγράφει τα νερά, το κλίμα, την παραγωγή και το φυσικό περιβάλλον. Επεκτείνει την έρευνά του σε βάθος μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους, την Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία. Κάνει αναφορά στα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην Αντίσταση ενάντια στον κατακτητή. Και για όλα τα παραπάνω δεν αρκείται στην απλή καταγραφή σαν απόμακρος και τυπικός γραφιάς, αλλά προβληματίζεται, σχολιάζει και έχει απόψεις τις οποίες κοινοποιεί προτείνοντας παράλληλα λύσεις.
Πολλά θα μπορούσα να γράψω σχολιάζοντας το «ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί», αλλά δεν βρίσκεται πάντα το καλό στην ποσότητα. Ένα μόνο θα ήθελα να σημειώσω κλείνοντας. Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο και ευπαρουσίαστο που τιμά τους χορηγούς της έκδοσης, τους κατοίκους της περιοχής και βέβαια τον συγγραφέα.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Υπατία-Δημήτρης Βαρβαρήγος

Διάβασα ένα βιβλίο, λέμε πολλές φορές από συνήθεια. Αυτή η φράση όμως αποτελεί ύβρι όταν αναφέρεται στην «Υπατία» του Δημήτρη Βαρβαρήγου. Ξεκινώντας την ανάγνωση, από την πρώτη κιόλας σελίδα, ένα δέος ένιωσα να με καταλαμβάνει. Ασυναίσθητα έπιασα τον εαυτό μου ν’ αποζητά έναν καφέ, ν’ ανάβει τσιγάρο, να στρογγυλοκάθεται και να συγκεντρώνεται έτοιμος για μια απόλαυση αλλιώτικη από τις άλλες. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που γράφουν μ’ αυτόν τον τρόπο; αναρωτήθηκα μόλις άρχισα ν’ αφήνω πίσω μου τις πρώτες σελίδες, και μακάριζα τον εαυτό μου που γινόταν κοινωνός ενός τέτοιου έργου. Όσο προχωρούσα την ανάγνωση όλο και πιο αντιφατικά συναισθήματα με πλημμύριζαν. Βιασύνη από τη μια για να βιώσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη συνέχεια και το τέλος κι από την άλλη μια αίσθηση τέτοια που δεν μ’ άφηνε να προχωρήσω με τον συνηθισμένο μου ρυθμό, για τον απλούστατο λόγο γιατί δεν ήθελα να τελειώσει. Αυτή ακριβώς η αίσθηση δηλαδή που έχει σημαδέψει τη ζωή μου και με κάνει να θέλω να παρατείνω, τεχνικά έστω, τις λίγες όμορφες στιγμές, να τις αιχμαλωτίζω και να μην τους επιτρέπω να τελειώνουν.
Υπατία. Ένα όνομα άγνωστο στους πολλούς κι ας πρόκειται για την τελευταία νεοπλατωνική φιλόσοφο, αστρονόμο και μαθηματικό που ανέδειξε η, άλλοτε βασίλισσα του πνεύματος, Αλεξάνδρεια. Η τύχη στάθηκε ιδιαίτερα σκληρή απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα που είχε κάνει σκοπό της ζωής της να διδάσκει παντού το Ελληνικό πνεύμα και μαζί το αρχαίο κάλλος, την αρμονία του σώματος και της ψυχής, τη γενναιοδωρία, την αγάπη, την ελευθερία, τη δημοκρατία. Γαλουχημένη στον κόσμο των ιδεών, με σπουδές στην Αθήνα, είχε την ατυχία να ζήσει σε μια δύσκολη εποχή. Αυτή, η φωτισμένη, δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την εκδικητικότητα ενός δόγματος (του χριστιανικού) που μόλις κατάφερε να ανακηρυχθεί επίσημη θρησκεία, αποφάσισε ν’ ανταποδώσει τα ίδια που είχε κατά καιρούς υποστεί σ’ αυτούς που θεωρούσε αντιπάλους του.
Η ευρύτητα του πνεύματος της Υπατίας υποτίμησε τη μαχητικότητα των φανατικών και τους κινδύνους που μπορούσε αυτή να συνεπάγεται. Διώξεις, βασανισμοί, θανατώσεις άδικες και παράλογες, λεηλασίες, καταστροφές ιερών και στοιχείων του πολιτισμού στο όνομα Εκείνου, γέμιζαν με πικρία την ευαίσθητη καρδιά της. Ο αγώνας τους για το βίαιο σβήσιμο πολιτισμού χιλιετιών με ορατό αποτέλεσμα να βυθιστεί ο κόσμος σ’ ένα σκοταδισμό τέτοιο που όμοιό του δεν θα συναντούσε εύκολα κάποιος στο βάθος της ιστορίας, έκαναν την Υπατία να πεισμώνει και να δίνει απέλπιδα μάχη.
Ο Θεός είναι αγάπη. Την ταπεινότητα, την φιλευσπλαχνία και τη συγχώρεση δίδασκε ο Υιός του Ανθρώπου που οδηγήθηκε σαν αμνός στη σφαγή. Αυτός ήταν που και πάνω στον Σταυρό, την ύστατη ώρα του Μαρτυρίου Του, συγχώρησε τους διώκτες Του. Κι ήταν τραγικό το γεγονός πως αυτοί που είχαν αναλάβει να διαδώσουν τον Λόγο Του και να εδραιώσουν την Πίστη Του, μετέρχονταν μεθόδους τέτοιες που ούτε η Υπατία με το καλλιεργημένο πνεύμα και το ανοικτό μυαλό μπορούσε απόλυτα να συλλάβει. Η Υπατία ήταν το κεφάλι που περίσσευε κι έπρεπε να χαμηλώσει, να σκύψει, να προσκυνήσει. Κι όσο αυτή αντιστεκόταν τόσο το μένος εναντίον της μεγάλωνε. Την κατηγόρησαν, την υπονόμευσαν, προσπάθησαν να τη χλευάσουν. Την είπαν ειδωλολάτρισσα, παγανίστρια, μάγισσα. Κι αυτή, αγέρωχη, εξακολουθούσε να μοιράζει χαμόγελα κι αγάπη και να βοηθά τον κάθε απροστάτευτο, τον κάθε κυνηγημένο.
Η «Υπατία» είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που με τη δύναμη της γραφίδας του συγγραφέα φωτίζει μια εποχή, μελανή για την ιστορία, καλά κρυμμένη από τους ιστορικούς και το ιερατείο της θρησκείας που επικράτησε. Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος μπόρεσε να ξεπεράσει προκαταλήψεις και βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και με το σπάνιο ταλέντο του να οδηγήσει τον αναγνώστη στην πεζή-τραγική πραγματικότητα της Αλεξάνδρειας του 4ου και 5ου μ.Χ. αιώνα. Με πλοκή αριστοτεχνική και λεξιλόγιο που εντυπωσιάσει για τον πλούτο και την ευρηματικότητά του ξετυλίγει τη συγκλονιστική ιστορία της ηρωίδας του και τη δραματική θέση στην οποία βρέθηκε ο Έπαρχος της πόλης και προστάτης της.
Αντιστάθηκα στον πειρασμό και δεν ολοκλήρωσα την ανάγνωση της Υπατίας μέχρι να συναντήσω τον Δημήτρη Βαρβαρήγο που, τύχη αγαθή, ήταν ένας από τους ομιλητές στην παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα. Μπόρεσα έτσι να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο και να συγχαρώ τον συγγραφέα αυτού του ιστορικού αριστουργήματος και μ’ αυτόν τον τρόπο η συνέχεια και το τέλος του βιβλίου πήρε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις. Όσο το ξαναφέρνω στο μυαλό μου θεωρώ πως θα ήταν ασέβεια εκ μέρους μου να γράψω οτιδήποτε άλλο.
Δημήτρη, σ’ ευχαριστώ.

Γράμμα στη μάννα... με 2ν - Κατερίνα Σταματίου-Παπαθεοδώρου

Ένα παράπονο έχω, Κατερίνα, από σένα. Με ξεγέλασες, αυτό είναι. Γι' αυτό σου παραπονούμαι. "Δεν ξέρω να γράφω. Άμα ήξερα δεν θα ήμουνα κι εγώ μια καλή συγγραφέας όπως τόσες άλλες;" σημείωνες στις "Σκέψεις πριν από την ανάγνωση ενός μεγάλου βιβλίου", αναφερόμενη στο δικό μου. Δεν σε πίστεψα απόλυτα, γιατί τα γραφόμενά σου άλλο μου έδειχναν. Όμως για να γράψεις ένα βιβλίο δεν χρειάζεται μόνο να ξέρεις να βάζεις τις λέξεις στη σειρά. Φαντασία χρειάζεται, δομή και τεχνική τέτοια, που το δημιούργημα να είναι άρτιο. Να έχει αρχή δηλαδή, μέσον και τέλος. Να δίνεις τη δυνατότητα στον αναγνώστη να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα αυτού που θέλεις να πεις. Κάπου εκεί έκανα πίσω και σε πίστεψα. Ίσως, είπα, αυτή η κοπέλα να θέλει πραγματικά, να προσπαθεί, αλλά να μην τα καταφέρνει στο τέλος.
Σε πίστεψα, χαλάρωσα κι εσύ με ξεγέλασες. Γι' αυτό σου παραπονούμαι. Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο σου "Γράμμα στη μάννα ...με δύο ν" κι από τις πρώτες σελίδες ένιωσα ένα τσίμπημα, να, κάτι σαν ζήλεια. Γυναίκες είναι, σκέφτηκα, και δίνουν τέτοιο συναίσθημα που είναι αδύνατον σε κάποιον άνδρα να τις συναγωνιστεί. Αλλά πάλι δεν ισχύει αυτό έτσι γενικά και αόριστα, είπα. Για να βγάλεις συναίσθημα πρέπει να έχεις τέτοιο. Για να δώσεις αγάπη, πολλή αγάπη, πρέπει να είσαι γεμάτη, να πλημμυρίζεις απ' αυτήν. Κι εσύ είσαι τέτοια και σε θαυμάζω.
Κατερίνα, το διάβασα το βιβλίο σου, μονορούφι το ήπια στην υγειά σου, και μου άρεσε. Συγκινήθηκα, βούρκωσα, έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει χαρτομάντιλα για τη μύτη και τα μάτια, ανατρίχιασα. Ολόρθες σηκώθηκαν οι τρίχες στο πετσί μου. Θα 'θελα να σου γράψω πολλά. Να γεμίσω σελίδες ολόκληρες, αλλά φοβάμαι μην ξεφτίσουν οι λέξεις, μη φτωχύνουν και χάσουν το νόημά τους. Ένα μόνο θα σου πω. Είσαι τυχερή γιατί κρύβεις πολλή αγάπη μέσα σου και ξέρεις να τη δίνεις. Και σαν τέτοια, σου αξίζει να εισπράξεις αυτό που όλοι αποζητούμε, Την αγάπη χωρίς μέτρο, χωρίς όριο, χωρίς τέλος.

Περί ΙΛΕΡ ο λόγος

Το έργο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνου και του ακούραστου προέδρου της Μιχάλη Τρούλη είναι γνωστό. Εκτός από την έρευνα την οποία υπηρετεί με πάθος, διοργανώνει εκδηλώσεις, ημερίδες, συνέδρια, συμπόσια, εκδίδει περιοδικά και επιστημονικές μελέτες και συμμετέχει ενεργά σε κάθε πρωτοβουλία που έχει σαν σκοπό την ανάδειξη των πλούσιων ιστορικών και λαογραφικών στοιχείων του Ρεθύμνου και της Κρήτης γενικότερα.
Στόχος μου δεν είναι να διαφημίσω ούτε να παρουσιάσω το έργο της ΙΛΕΡ. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Μέρες θα χρειαζόμουνα για να συγκεντρώσω τους τίτλους μόνο των έργων που έχει εκδώσει, όπως επίσης και των συμμετοχών και των δραστηριοτήτων που έχει αναπτύξει. Κι αν αναφέρομαι απλώς σήμερα στην ΙΛΕΡ, είναι γιατί ο πρόεδρός της, ο αγαπητός μου Μιχάλης Τρούλης, μου χάρισε δύο πολυτελείς τόμους που εκδόθηκαν πρόσφατα από τις Εκδοτικές Επιχειρήσεις Καλαϊτζάκης.
Ο πρώτος, με τίτλο «Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου», Έκδοση-Μετάφραση-Σχολιασμός Ευαγγελία Μπαλτά-Mustafa Oğuz, χρηματοδοτήθηκε από την ΙΛΕΡ και από πηγές συγγενικές του προέδρου της και περιλαμβάνει το κτηματολόγιο που είχαν συντάξει οι Οθωμανοί αμέσως μετά την πτώση του Χάνδακα, προκειμένου να καταγραφούν οι παραγωγικές δυνατότητες και να επιδικαστεί ο φόρος. Είναι κατανοητό, ελπίζω, πόσος κόπος και πόση προσπάθεια απαιτήθηκε για να συγκεντρωθούν όλα αυτά τα στοιχεία, να ταξινομηθούν, να μεταφραστούν και να σχολιαστούν και να καταστεί δυνατή η έκδοση αυτού του πολύτιμου υλικού.
Ο δεύτερος τόμος με τίτλο, «90 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα», περιλαμβάνει τις εισηγήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο το διάστημα 5-7 Δεκεμβρίου 2003 με τη συνεργασία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
Μέσα από τις σελίδες του αναβιώνει μια εποχή πλούσια σε ιστορικά γεγονότα. Αναλύεται η πολιτική διάσταση του Κρητικού Ζητήματος. Αναδεικνύονται οι προσωπικότητες της Κρητικής Πολιτείας. Αναλύεται το νομοθετικό πλαίσιο από την αυτονομία μέχρι την ένωση, η εκπαίδευση στην Κρητική Πολιτεία, οι συναλλαγές στα χρόνια πριν από την ένωση, τα νομισματικά συστήματα, τα εισοδήματα και ο τρόπος ζωής στην Κρητική Πολιτεία, καθώς και η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα μέσα από τις σελίδες του Αθηναϊκού και Κρητικού Τύπου, οι αγώνες των Κρητικών για την ένωση του νησιού τους, η σημασία του κινήματος στον Θέρισο το 1905 και η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου στο ζήτημα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Ακόμη γίνεται εκτενής αναφορά σε ποιητές και λογοτέχνες της εποχής και στο έργο τους.
Και μόνο η απαρίθμηση όλων των παραπάνω τομέων που βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε έναν και μόνο τόμο, καθιστά την αξία του ανεκτίμητη και η λέξη “συγχαρητήρια” στους συντελεστές να ακούγεται λίγη.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Όσα δεν έγραψε η Ιστορία-ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ Γ.ΣΥΡΙΑΝΟΓΛΟΥ

Αυτή η πόλη είναι τόσο μικρή που νομίζει κάποιος πως φτάνει ν’ ανοίξει την παλάμη του ενός χεριού για την χωρέσει ολόκληρη μέσα. Γνωστοί είναι όλοι στην πολιτειούλα αυτή ένας προς έναν, ζεμένοι στο μαγκανοπήγαδο του χρόνου που γυρνά χωρίς σταματημό και σβήνεται, ταγμένοι στον αγώνα και τον σκοπό που έχει θέσει ο καθένας για τον εαυτό του ή του έχει από την Μοίρα ανατεθεί. Είναι όμως την ίδια στιγμή και τόσο μεγάλη, δυσθεώρητη στους οφθαλμούς των απλών ανθρώπων. Ποτέ δεν ξέρει τι μπορεί να συναντήσει, ποτέ δεν είναι σίγουρος για το τι του επιφυλάσσει. Αυτό ακριβώς συνέβη και σε μένα. Πιθανόν και ν’ απορείς, φίλε αναγνώστη, και ν’ αναρωτιέσαι τι μ’ έπιασε στα ξαφνικά και πού το πάω. Δίκιο έχεις και γι’ αυτό θα προσπαθήσω να γίνω πιο συγκεκριμένος.Τον Παρασκευά Συριανόγλου τον γνωρίζουμε όλοι. Εγώ τουλάχιστον θεωρούσα πως τον γνώριζα χρόνια. Ακουστά είχα για το πάθος του για την Ιωνία και δίκαια, αφού καμαρώνει για την Μικρασιατική του καταγωγή. Είναι ένας ρομαντικός, έλεγα, που επιμένει να κρατά πεισματικά τις θύμησες μιας πατρίδας χαμένης που λόγω ηλικίας δεν γνώρισε κι όμως αγάπησε και την κρατά ολοζώντανη μέσα του. Γνώριζα επίσης πως είναι ένα δραστήριο μέλος του συλλόγου Μικρασιατών, είχα ακούσει ακόμη πως το πάθος του το είχε κάνει βιβλία και πως είχε ξοδέψει χρόνο και χρήμα ταξιδεύοντας κι ερευνώντας για πηγές. Μέχρι εκεί όμως. Ώσπου ένα βράδυ βρέθηκα φιλοξενούμενος στο σπίτι των Μικρασιατών, καλεσμένος του γιατρού Μανόλη Καλλέργη, σε μια βραδιά αφιερωμένη στους Ρεθεμνιώτες λογοτέχνες.Δυο λόγια είχε κληθεί να πει ο καθένας μας για το έργο του και να διαβάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του. Τελευταίος στη σειρά ανέβηκε στο βήμα ο Παρασκευάς που επέλεξε να διαβάσει ένα κομμάτι από τη συνάντηση του Γιοβάνη με τον Μιρχάτ. Σεμνός, όπως είναι, και χαμηλών τόνων, διάβαζε σιγανά, δεν έδινε τον ανάλογο τόνο, και να σας πω την αλήθεια, δεν μ’ εντυπωσίασε. Άλλος ένας που έχει την «πετριά», σκέφτηκα, κι ήμουν αποφασισμένος να μην ασχοληθώ περισσότερο μιας κι αυτού του είδους η θεματολογία δεν μ’ αγγίζει. Την ώρα που φεύγαμε με πλησίασε και μου έδωσε ένα αντίτυπο του βιβλίου του, «Όσα δεν έγραψε η Ιστορία». Το πήρα μ’ ευχαρίστηση, δεν ήμουν όμως σίγουρος πως θα το διαβάσω.Ειλικρινά δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό. Αποφεύγω τα βιβλία που έχουν άσχημη κατάληξη κι αν το γνωρίζω εκ των προτέρων, απλά δεν τα διαβάζω. Κι η Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια πληγή ανοικτή που αιμορραγεί ακόμη. Τόσες και τόσες χαμένες πατρίδες, σβησμένα όνειρα, καταστροφές, θάνατος. Ένα λαός ολόκληρος θύμα πολιτικών παθών, λαθών και σκοπιμοτήτων. Τα έχω σπουδάσει αυτά. Πολιτική Ιστορία διδαχτήκαμε στο Πανεπιστήμιο, αναλύσαμε τα αίτια, τις αφορμές και τ’ αποτελέσματα. Εντάξει, τα ξέρω. Δεν βλέπω όμως τη σκοπιμότητα γιατί να τα ξαναφέρω ζωντανά στη μνήμη μου, να συγκινηθώ, να πονέσω, ν’ αγαναχτήσω. Μ’ αυτές τις σκέψεις πήρα το βιβλίο και τ’ ακούμπησα στο γραφείο μου. Μια μέρα, δυο, μια βδομάδα. Όμως τα βιβλία με μαγνητίζουν. Μια επιθυμία ακατανίκητη αισθάνομαι να τα ξεφυλλίσω και να προσπαθήσω ν’ αποκρυπτογραφήσω το μήνυμα που θέλουν να μεταδώσουν.Επιφυλακτικά, δεν το κρύβω, το ξεκίνησα. Κι αυτό με συνεπήρε. Αιχμάλωτο μ’ έπιασε στις σελίδες του και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Μπροστά μου ξεδιπλώθηκε «η γλυκύτερη, η ομορφότερη, ηλιομεθούσα γη» της Νέας Φώκαιας, με την αρχοντιά, τον πλούτο, τ’ αμπέλια και τα περβόλια της, τις αγωνίες των ανθρώπων της, τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Την γνώριζα την κατάληξη κι ήθελα να ξεφύγω, να πάρω αέρα, ν’ ανασάνω, και δεν μπορούσα. Μπήκα μαζί με τους Φωκιανούς στο καράβι για τη Μυτιλήνη το ’14, τότε στο πρώτο φευγιό. Υπόφερα μαζί τους, έφτασα στα όρια της εξαθλίωσης, μπαΐλντισα. Κι «οι μπαϊλντισμένοι από τη ζωή γίνανε άκαρδοι και θεριόψυχοι, ίδιοι κι απαράλλαχτοι με αγρίμια αιμοβόρικα, λείψανα και συντρίμμια χθεσινού πολιτισμού και ευτυχίας».Γύρισα πίσω μαζί τους στην ευλογημένη γη, είδα τα όνειρα να γίνονται πραγματικότητα, έζησα στιγμές μεγαλειώδεις, είδα τη γαλανόλευκη να κυματίζει στα κτίρια και τον ελληνικό στρατό να μπαίνει λυτρωτής στην πόλη. Κι ύστερα τα όνειρα που σβήσανε, τον φόβο που φώλιασε στις ψυχές, την αγωνία για ένα αύριο χωρίς συνέχεια. Μπήκα στη γραμμή μαζί μ’ όλους αυτούς σε μια διαδρομή χωρίς τέλος που μόνο βάσανα επιφύλασσε. Εξαθλίωση, πείνα, δίψα κι ο θάνατος να παραμονεύει παντού. Νέα Φώκαια-Τσακμακλί-Μαινεμένη-Μαγνησία-Σαλικλί-Ουσάκ-Ικόνιο…Έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Ούτε κατά προσέγγιση δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα. Λίγα, πολύ λίγα, μετρημένα στα δάχτυλα, είναι αυτά που ξεχώρισα. Ένα απ’ αυτά είναι και το «Όσα δεν έγραψε η Ιστορία». Πιστεύω βαθύτατα πως ο Παρασκευάς Συριανόγλου έχει αδικηθεί. Το έργο του αυτό είναι μνημειώδες. Όχι για την ιστορία αυτή καθαυτή όσο για τον τρόπο που την παρουσιάζει. Η γραφή του είναι συναρπαστική, ο λόγος πλούσιος και καρπερός σαν τα χώματα της γης που περιγράφει κι είναι αμαρτία από τον Θεό τέτοια βιβλία να μην διδάσκονται στα σχολεία.Παραπονιόμαστε που τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν γράμματα, αγνοούν την ιστορία και της γυρίζουν την πλάτη. Φταίνε πολλοί και πολλά γι’ αυτό. Αν είχαν όμως βιβλία γραμμένα όπως το «Όσα δεν έγραψε η Ιστορία», σίγουρα τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.

ΠΙΑΝΟ ΣΤ’ ΑΣΤΕΡΙΑ-ΣΤΕΛΛΑ ΜΙΧΑΛΑ

Η Στέλλα Μιχάλα δεν έχει ανάγκη από κολακευτικά λόγια κι ιδιαίτερες συστάσεις αφού αποτελεί μια δυναμική παρουσία στα δρώμενα του Ρεθύμνου τώρα και αρκετά χρόνια. Γνωστή είναι η ίδια, όπως είναι γνωστή κι η ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία. Τα διηγήματα που κατά καιρούς δημοσίευε στον τοπικό τύπο έδειχναν ένα ταλέντο πηγαίο, μια ευχέρεια στον γραπτό λόγο και μια άνεση στο να μεταδίδει στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα κι εικόνες ολοζώντανες. Όλα καλά μέχρι εδώ. Μόνο που δεν τ’ αποφάσιζε, από υπερβολική σεμνότητα ίσως, να μας δώσει τη χαρά ενός ολοκληρωμένου έργου με τη μορφή βιβλίου.Ήμουν ένας απ’ αυτούς που την παρακινούσαν να κάνει αυτό το βήμα, κι όταν πληροφορήθηκα πως τ’ αποφάσισε, περίμενα με αγωνία να το πάρω στα χέρια μου. Από τις εκδόσεις Περίπλους κυκλοφόρησε, με καλαίσθητο εξώφυλλο. «Πιάνο στ’ αστέρια», τ’ ονομάτισε. Ένα τίτλος πρωτότυπος, που πιθανόν ξενίζει αρχικά και προδιαθέτει για νερόβραστους ρομαντισμούς κι υψιπετείς αναλύσεις. Κι όμως, το μυθιστόρημα αυτό είναι πραγματικά καλό.Η ιστορία του είναι βαθιά ανθρώπινη. Μια γυναίκα, η Ανθή, είναι η ηρωίδα-θύμα. Η ίδια όμως δεν αισθάνεται έτσι γιατί έχει μεγαλώσει με τη νοοτροπία των ανθρώπων της προσφοράς. Η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Καθήκον ιερό η υπεράσπιση κι η προστασία της. Ακόμη κι ο φόβος της ηρωίδας απέναντι στον κατακτητή υποχωρεί μπροστά στην υποχρέωση να βοηθήσει τον αδελφό. Με βαριά καρδιά συναινεί σ’ ένα προξενιό, οφθαλμοφανέστατα αταίριαστο, για ν’ απαλλάξει τ’ αδέλφια της από το βάρος της, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, και να μπορέσουν με τη σειρά τους κι αυτά να φτιάξουν τις ζωές και τις οικογένειές τους. Στη συνέχεια ο αρραβωνιαστικός ξενιτεύεται, τ’ αδέλφια παίρνουν τον δρόμο τους κι η Ανθή αφοσιώνεται «στο παιδί», το ορφανό του αδελφού της. Γίνεται γι’ αυτό μάνα πραγματική που πονεί, νοιάζεται, αγωνιά, θυσιάζεται, και δεν κλείνει τα μάτια της εγκαταλείποντας τα εγκόσμια αν δεν ακούσει πρώτα τη φωνή του, αν δεν το νιώσει δίπλα της. Για χάρη του θα ’ρθει σε σύγκρουση και με τον αδελφό της ακόμη, τον πατέρα του παιδιού. Δίνεται σ’ ένα σκοπό, σ’ αυτόν που πιστεύει σωστό, χωρίς να περιμένει οφέλη ή ανταλλάγματα. Συγχωρεί την αχαριστία, παραμερίζει πικρίες, και μένει αταλάντευτα σταθερή στον στόχο που έχει θέσει.Ο λόγος απλός, στρωτός, χωρίς εξάρσεις, κυλά σαν γάργαρο νερό και χύνεται στις σελίδες του, που παρά την απουσία επιμέρους σκηνών και κεφαλαίων, δεν κουράζει. Οι χαρακτήρες του είναι γνώριμοι. Απλοί άνθρωποι του χωριού, βιοπαλαιστές με τα καθημερινά τους προβλήματα, τις αγωνίες και τις αναζητήσεις τους. Ο Αγγελής με τις εμμονές του, ο Μηνάς στο κυνήγι του κέρδους, η συμπεθέρα.Οι εικόνες άλλοτε φωτεινές κι άλλοτε μουντές, ανάλογα με τις καταστάσεις και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων, μας παρασέρνουν κι από αναγνώστες απλούς, μας μετατρέπουν σε συμμετόχους των συναισθημάτων της Ανθής και του Λευτέρη.Το «Πιάνο στ’ αστέρια» είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί γιατί, εκτός των άλλων, είναι βγαλμένο μέσα από μια ψυχή που της περισσεύει η καλοσύνη, η ευαισθησία, ο ρομαντισμός κι είναι χτισμένο με στέρεα υλικά.Συγχαρητήρια, Στέλλα, κι εύχομαι ούριος να ’ναι ο άνεμος στον «περίπλου» που ξεκίνησες.

Οι Αφρικανοί στην Κρήτη-Χαλικουτες - Χαρίδημος Ανδρ. Παπαδάκης

Με τη φωτογραφία του Γκάνα-Κεμάλ Τούντσμαν, ενός κρητόφωνου απόγονου απελεύθερων Αφρικανών σκλάβων που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1922 και πέθανε στο Αϊβαλή το 2007, στο εξώφυλλο, κυκλοφόρησε το καινούριο βιβλίο του Χάρη Παπαδάκη «Οι Αφρικανοί στην Κρήτη-Χαλικούτες».
Μετά από «Τα Χασαπιά του Ρεθύμνου» και «Το νερό μιας πολιτείας», το ανήσυχο πνεύμα του Χάρη κίνησε κατά Αραπιά μεριά για να βρει τις ρίζες και να συγκεντρώσει στοιχεία μιας φυλής που βρέθηκε στο περιθώριο της ζωής της Κρήτης για τρεις ολόκληρους αιώνες από το 1669 μέχρι το 1967. Και λέω στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, γιατί οι Αφρικανοί, “Χαλικούτες” όπως ήταν γνωστοί, ήταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες, εργάτες κυρίως στο λιμάνι, αχθοφόροι, ιχθυοπώλες, βοηθοί στα σφαγεία και αλλού. Κυκλοφορούσαν ατημέλητοι, ντυμένοι φτωχικά, συχνά ξυπόλητοι και ζούσαν σε ταπεινά δωμάτια και παράγκες, γι’ αυτό κι η λέξη “χαλικούτης” κατάντησε συνώνυμη του απεριποίητου, “του λέτσου”, σε συνδυασμό με την ακαταλαβίστικη γλώσσα που μιλούσαν αδιάκοπα.
Αυτή τη φυλή που αγνόησαν συγγραφείς κι ιστορία, που έζησαν στην Κρήτη κι εξαφανίστηκαν χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους ίχνη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκονται σήμερα κι αν θυμούνται κάτι από τους προγόνους τους, βάλθηκε ν’ αναζητήσει ο Χάρης Παπαδάκης. Για τις ανάγκες της έρευνάς του χρειάστηκε να ταξιδέψει σε Τουρκία και Λιβύη, και μέσα από μια τριετή έρευνα, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, ανάμεσα σε Αραπάδες, Χαλικούτες, Χαλικούτηδες, Χαλιχούτες, Χαλικουκιώτες, Χαλδούπηδες, Βεδουίνους, Βερβερίνους, Άραβες, Αιγύπτιους, Λίβυους, Τυνήσιους, Αλγερινούς, Τούρκους, Αβησσυνούς, Αιθίοπες, Σουδανούς, Νούβιους, Κενυάτες, Νίγηρες, Σύριους, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς, Παγανιστές και όλους αυτούς τους Αφρικανούς που ήλθαν αναγκαστικά κι έζησαν στην Κρήτη, κατάφερε να μας δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Στην έρευνά του αυτή υποστηρίχτηκε τιμητικά από τον Διεθνή Οργανισμό της UNESCΟ-Δρόμοι των Σκλάβων που του παραχώρησε παράλληλα την άδεια να χρησιμοποιήσει το λογότυπό του στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Όσοι από μας γνωρίζουν τον Χάρη ήταν εκ των προτέρων σίγουροι πως το αποτέλεσμα της όποιας ενασχόλησής του θα ήταν εντυπωσιακό. Αυτό επιβεβαιώθηκε και μέσα από τις σελίδες του «Οι Αφρικανοί στην Κρήτη-Χαλικούτες». Μέσα από την επιμελημένη έκδοση από τις «Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη» και τα παραστατικά σκίτσα του Κώστα Δασκαλάκη συναντά ο αναγνώστης, και πολύ περισσότερο ο μελλοντικός μελετητής, πληθώρα στοιχείων, από την ετυμολογία της λέξης “χαλικούτης”, μέχρι ιστορικά, γεωγραφικά, γλωσσολογικά, λαογραφικά και άλλα και παράλληλα φωτίζει μια ολόκληρη εποχή δοσμένη με την ταλαντούχα πένα του.
Χάρη, και εις άλλα με υγεία!

Τριλογία Ύπαρξη – Ζωή – Άνθρωπος, Stone and water - ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

«Δεν μου φτάνει ο ήλιος», αναφωνεί στην «Τριλογία Ύπαρξη – Ζωή – Άνθρωπος» η ταλαντούχος ποιήτρια και συγγραφέας Χρυσούλα Δημητρακάκη γιατί έχει αποδυθεί σ’ ένα αγώνα άπελπι «κυνηγώντας το όνειρο».
Πολυβραβευμένη, αναγνωρισμένη διεθνώς, πολυτάλαντη, πολυάσχολη, καταξιωμένη κοινωνικά κι επιτυχημένη επαγγελματικά, η αλήθεια είναι πως περίμενα να έχει ξεφορτίσει κάπως μετά και από την πρόσφατη επιτυχία τής «Φραντζέσκα», του πρώτου της μυθιστορήματος. Όμως αυτή, ακούραστη, συνηθισμένη να μας ξαφνιάζει ευχάριστα, εξακολουθεί να μας βομβαρδίζει με νέα πονήματα με συχνότητα τέτοια που εντυπωσιάζει.
Δυσκολεύομαι να γράψω για τη Χρυσούλα. Με τιμά με τη φιλία της και φοβάμαι πως δεν θα είμαι όσο πρέπει αντικειμενικός. Άλλωστε δεν είμαι καν ειδικός. Παρόλα αυτά ο πειρασμός είναι μεγάλος. Κι αν τα δύο νέα βιβλία της που έφτασαν στο γραφείο μου με μαγνητίζουν, το περιεχόμενό τους είναι που με μαγεύει. Ο φαινομενικά αφηρημένος λόγος της κρύβει μέσα του νοήματα μεστά κι αφήνει να ξεχειλίζουν συναισθήματα τόσο δυνατά που δύσκολα μπορούν να τιθασευτούν και να γίνουν γραφή ολοκληρωμένη, πόσο μάλλον λόγος ποιητικός. Η αγωνία, ο πόνος, η αγάπη, η λαχτάρα για προσφορά κι όχι η απλή διάθεση, το ψάξιμο για κάτι άλλο πέρα από το εφικτό, πάνω από τα σύννεφα, η αγάπη που εξιδανικεύει, που γίνεται μαρτύριο που πονά, η ελπίδα κι όλα αυτά συμπυκνωμένα σε δυο τοσοδούλικα βιβλιαράκια δουλεμένα με μεράκι κι επιμελημένα από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ.
Η Χρυσούλα Δημητρακάκη δεν είναι μια συνηθισμένη ποιήτρια. Πολύ περισσότερο δεν είναι μια συνηθισμένη εργαζόμενη γυναίκα με οικογένεια κι υποχρεώσεις. Είναι φαινόμενο αξιοπρόσεκτο αφού τα καταφέρνει κι ακροβατεί με μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στο όνειρο και τη σκληρή πραγματικότητα. Δίνεται σ’ ότι καταπιαστεί. Παντρεύει την ευαισθησία, την τρυφερότητα, τον ρομαντισμό με το καθημερινό «πρέπει». Την καταπιέζει όμως αυτό το «πρέπει», την συμπιέζει κι αυτή ασφυκτιά, αντιδρά, εκρήγνυται και γίνεται φως λαμπερό που θαμπώνει τον ήλιο, ορμητικό νερό, αέρας, πέτρα στιλπνή και χαράκια Ατσιπουλιανά.
Στις 20 του Δεκέμβρη, στη Στοά του Βιβλίου, θα γίνει η παρουσίαση της γνωστής «Φραντζέσκα» όπως και των έργων «Τριλογία Ύπαρξη – Ζωή – Άνθρωπος» και «Stone and water». Τεράστια τιμή για το Ρέθυμνο, ελάχιστη για τη Ρεθεμνιώτισσα ποιήτρια και συγγραφέα. Χρυσούλα, καλή επιτυχία. Για τη συνέχεια δεν το συζητώ γιατί τη θεωρώ δεδομένη.

Μαντινάδες και τραγούδια της Κρήτης-KΩΣΤΗΣ Γ.ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ (Κ.Ι.ΓΚ.)

Κωνσταντίνος-Ιωάννης-Γεωργίου-Καλλέργης (Κ.Ι.Γ.Κ.), αλλά και ΚING = βασιλιάς. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του φίλου μου, του Κώστα, ευθέως παραπέμπει σε βασιλιά. Και δεν εννοώ αυτούς τους τύπους που με το έτσι θέλω κάθονται στο σβέρκο και δυναστεύουν λαούς. Εδώ ο βασιλιάς έχει την έννοια του πρώτου, του ηγέτη. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδώνυμο που έχει υιοθετήσει ο ποιητής συνειρμικά παραπέμπει στον πρώτο, γιατί στους πρώτους τον έχει κατατάξει η κοινωνία του Ρεθύμνου.
Δικηγόρος ξεχωριστός, μαντιναδολόγος άφθαστος, οργανοπαίχτης πρώτος, γλεντζές και μερακλής από τους λίγους.
Διατριβή ολόκληρη θα μπορούσα να κάνω για κάθε τομέα στον οποίο διαπρέπει ο Κωστής. Κι αν δεν το κάνω, δεν είναι γιατί δεν το θέλω ή γιατί δεν μου βγαίνει, αλλά γιατί φοβάμαι μήπως παραξηγηθώ, μιας και με τον Κωστή μας συνδέει αγνή φιλία δεκαετιών. Από τότε που κοπέλια συνοριζόμασταν το νερό στα περβόλια από κάτω από τη Λούτρα “στσι Κιτρές το Μύλο”. Αλλά κι αργότερα, τότε που μάργωνε η ψυχή τις κρύες νύχτες της δικτατορίας, η λύρα του Κωστή έβγανε στη φόρα τους καημούς και μαλάκωνε ο πόνος εκεί στο στενάκι της Στράβωνος, στην Κρητική Εστία που μας φιλοξενούσε.
Τα χρόνια πέρασαν κι αποκαταστεμένους μας έσμιξε πάλι η μοίρα στο Ρεθυμνάκι, καθένας το δρόμο του να λαλεί, καθένας τον πόνο του ν’ απαλεύει. Πάντα μου τον ζήλευα τον Κωστή για το χάρισμα που ’χε τον πόνο του να τον κάνει τραγούδι. Να παίρνει δύναμη απ’ αυτό και να προχωρά της ζήσης τα δύσβατα μονοπάτια. Πολλές φορές, ακόμη και τώρα, το ρίχνει στην τρελή και ξεθυμαίνει και μαζί του όλοι εμείς. Το κάνει όμως με τέτοιο τρόπο που μόνο τον θαυμασμό προκαλεί και σκέψεις του τύπου «που διάολο τα σκέφτεται». Πολυτάλαντος, με μια σκέψη ολοκάθαρη, οργιαστική φαντασία και ψυχή μάλαμα.
Σήμερα, ύστερα από εντονότατες πιέσεις πιστεύω, μας εμπιστεύεται ένα μέρος της δουλειάς του στο καλαίσθητο βιβλίο του με τον τίτλο «Μαντινάδες και τραγούδια της Κρήτης». Μόνο που όταν η δουλειά είναι μεράκι, «είναι κατάθεση ψυχής του δημιουργού» και «αποτελεί απόσταγμα της σκέψης του και άρωμα της ψυχής του», όπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου, πολύ λίγα πέρα από τον θαυμασμό του, μπορεί κάποιος να πει. Γι’ αυτό κι εγώ θα του ξεφύγω. Αντί για λόγια δικά μου θα τον αφήσω να μιλήσει ο ίδιος με μια μαντινάδα που ξεχώρισα για κάθε μια ενότητα με την οποία καταπιάνεται.
Βαθύτατα ερωτικός, ευαίσθητος και τρυφερός, με λατρεία για “το άλλο μισό τ’ ουρανού” δεν μπορώ να προσπεράσω το
«Ένα τζη δάκρυ ζήλεψα, που ’μοιαζε με κογχύλι
ένα! που πέρασε ξυστά, από τα δυο τζη χείλη».
Σατυρικός όσο δεν παίρνει άλλο, σύγχρονο Σουρή τον χαρακτηρίζουν κάποιοι, με απήχηση πολύ έξω από τα στενά όρια του νομού, διακωμωδεί τα ίδια τα παθήματά του, όπως τότε ας πούμε που ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αρκαδίου κι όπως πολλοί που αξίζουν αλλά δεν είναι πολιτικάντες, πάτωσε. Γράφει λοιπόν,
«Ούλοι θα με ψηφίζανε και συγγενείς και φίλοι
μ’ άνοιξ’ η κάλπη κι ήρθε μου, ο ουρανός σφοντύλι», ή όταν αναφέρεται στο αναπόφευκτο τέρμα του επίγειου βίου και λέει
«Δεν θέλω επικήδειους. Μα ούτε λόγια όπως:
“επήγενε στο διάολο, ξεβρώμισε κι ο τόπος”».
Πλούσιο το λεξιλόγιο, πηγαίο το χιούμορ, φιλοσοφημένος ο λόγος. Ένα βιβλίο σπάνιας λογοτεχνικής αξίας που μέλλεται ν’ αποτελέσει στόλισμα της βιβλιοθήκης μου.
Φίλε μου Κωστή, σ’ ευχαριστώ για τις όμορφες ώρες που πέρασα διαβάζοντάς σε. Από καρδιάς σου εύχομαι κάθε επιτυχία και πολύ περισσότερο ευτυχία και ποτέ να μη σου συμβεί πραγματικά το:
«Μπορεί να δείχνω ευτυχής, μα κοίτα με στα μάτια
να δεις σβησμένα όνειρα και μια καρδιά κομμάθια».

Μ α ν τ ι ν α δ ο κ ο υ β έ ν τ ε ς - 35 Μαντιναδολόγοι παρουσιάζουν το έργο τους

Και μόνο ο αριθμός τους εντυπωσιάζει. 35 τεχνίτες της μαντινάδας συγκεντρωμένοι με δείγματα της δουλειάς τους σ’ ένα καλαίσθητο βιβλίο δεν είναι και λίγο πράγμα. Απλοί βιοπαλαιστές, υπάλληλοι, επαγγελματίες, επιστήμονες, φοιτητές. Νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες. Από τη νεαρή Ευβοιώτισσα Αγουρίδα Γεωργία μέχρι Χαντρακομανώλη. Από Γαριπαντώνη και Λέκκα (πρόεδρο του συλλόγου Κρητών δημιουργών «Μιχ. Καυκαλάς») μέχρι παπά Νικολή Νικηφόρο, Σημισακογιώργη και ΚΙΓΚ. Νέα ταλέντα μαζί με τα «ιερά τέρατα» της Κρητικής μας παράδοσης.
Απ’ όλες τις γωνιές της Κρήτης. Από τ’ Αμαριώτικα μέχρι Μονοφάτσι, Τυμπάκι, πολιτείες και χωριά. Καθένας με το γούστο του, καθένας με το ταλέντο του. Εκεί όμως που πρέπει να κάμω στάση είναι στους φοιτητές και τους καταγόμενους από άλλα μέρη, εκτός Κρήτης δηλαδή. Ιδιαίτερης μνείας και προσοχής χρήζουν αυτοί. Οι πρώτοι γιατί με το έργο τους μας ενισχύουν τη βεβαιότητα πως η λαϊκή μας παράδοση περνά άνετα από γενιά σε γενιά, εμπλουτίζεται κι ανανεώνεται αφού φωτισμένοι νέοι καλλιτέχνες έρχονται και προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες κι οι δεύτεροι γιατί αποτελούν τρανταχτή απόδειξη πως η δύναμη της μαντινάδας έχει διασχίσει από καιρό τις θάλασσες κι έχει γοητεύσει και κατακτήσει κι άλλα μέρη της Ελλάδας.
«Αδικημένη τάξη ποιητών» χαρακτηρίζει ο εκδότης στον επίλογο του βιβλίου τους μαντιναδολόγους κι ίσως και να μην έχει άδικο γιατί πολλοί από μας υποβαθμίζαμε τη λογοτεχνική αξία της μαντινάδας και τη θεωρούσαμε απλοϊκά δίστιχα βασισμένα στην έμπνευση της στιγμής. Αλλά η μαντινάδα δεν είναι μόνο αυτό. Ίσα ίσα που εκεί έγκειται το μεγαλείο της. Μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός δίστιχου ο δημιουργός της συμπυκνώνει ολόκληρη τη λαϊκή σοφία, εκφράζει συναισθήματα, γίνεται γλωσοπλόκος, εκφράζεται, ζει, δημιουργεί.
Υπάρχουν άπειρες κατηγορίες μαντινάδας. Συναισθηματικές, ερωτικές, σατυρικές, τοπικιστικές, ακόμη κι εκδικητικές. Συγχωρέστε με που παρασύρθηκα μιας και δεν είμαι ειδικός. Πέρα από το ν’ απολαμβάνω μια καλή μαντινάδα τίποτ’ άλλο δεν ξέρω. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν υιοθετώ απόλυτα την εύστοχη παρατήρηση του φίλου Σημισακογιώργη που λέει πως υπάρχουν μαντινάδες «που όταν τις ακούς σου σηκώνεται η τρίχα». Ικανότητες ιδιαίτερες χρειάζεται, τεχνική και πλούσιο ψυχικό κόσμο για να δημιουργήσει κάποιος τέτοιου είδους μαντινάδες. Και θα συμφωνήσω επίσης μαζί του πως μέσα σε μια καλή μαντινάδα «περικλείεται ένα ολοκληρωμένο νόημα που για να το αναλύσει κάποιος χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο».
Συγχαρητήρια ταιριάζουν στους συντελεστές της προσεγμένης αυτής έκδοσης. Στον εκδότη και μαντιναδολόγο τον ίδιο Κωστή Βενιανάκη, τον εκδότη της εφημερίδας «Ρέθεμνος» Νίκο Καραγιαννάκη, την αθέατη πρωταγωνίστρια και στυλοβάτη της ίδιας εφημερίδας Γεωργία Καραγιαννάκη και το «δάσκαλο» Γιώργη Σηφάκη, τον γνωστό μας Σημισακογιώργη. Αυτός βέβαια είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο» και δεν τον προσπερνάς τόσο εύκολα. Πρώτα πρώτα γιατί κατάφερε και μετέτρεψε το μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι» σε στέκι γλεντζέδων και καλλιτεχνών και δεύτερο γιατί από μοναχός του αποτελεί φαινόμενο. Πολυτάλαντος κι αεικίνητος μαζί με το καραφάκι το κρασί και τον εκλεκτό μεζέ θα σου σερβίρει, φίλε αναγνώστη, και τη μαντινάδα της στιγμής. Και δεν αρκείται σ’ αυτό. Η παραδοσιακή στήλη που από ετών διατηρεί στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» κι η ραδιοφωνική εκπομπή εκτός από τον πολιτισμό που παράγει αποδείχθηκε φυτώριο νέων στιχοπλόκων και δημιουργών. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί από τους συμμετέχοντες αποδίδουν σ’ αυτόν την ευθύνη για την ενασχόλησή τους με το αντικείμενο.
Οι «Μαντιναδοκουβέντες» είναι ένα βιβλίο πολλαπλά χρήσιμο. Οι μαντιναδολόγοι αναφέρονται κατ’ αλφαβητική σειρά με αποτέλεσμα να συμμετέχουν όλοι ισότιμα και τους δίνεται η ευκαιρία μ’ αυτό τον τρόπο να γίνουν ευρύτερα γνωστοί. Επίσης μέσα από το πλήθος των μαντινάδων που περιέχει μπορεί ο αναγνώστης να μάθει, ν’ αναπολήσει τα παλιά, να μερακλώσει. Είναι ένα έργο που μόνο να προσφέρει μπορεί και γι’ αυτό συγχαίρω ξανά τους συντελεστές του.

ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ ΝΟΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ 1941-1945 - ΜΑΡΚΟΥ Γ.ΠΟΛΙΟΥΔΑΚΗ

Με τη ζωντάνια έφηβου, τη συστηματική συλλογή στοιχείων ακούραστου ερευνητή και τον ενθουσιασμό νεοφώτιστου, ο Μάρκος Πολιουδάκης με το καινούριο του βιβλίο συμπληρώνει την πολύτομη δουλειά του γύρω από τη Μάχη της Κρήτης.
Φτωχή κι αδύναμη είναι η γραφίδα μου για ν’ αναφερθεί στο μέγεθος και την αξία της δουλειάς τού φίλου και σεβαστού μου Μάρκο Πολιουδάκη. Άλλοι με μεγαλύτερο ταλέντο και περισσότερη γνώση του αντικειμένου έχουν αναφερθεί κατά καιρούς στο έργο τού πολυβραβευμένου κι έγκυρου συγγραφέα. Εγώ περιορίζομαι απλά και μόνο στο να υποκλιθώ ταπεινά μπροστά στο μεγαλείο της εποχής που αναδεικνύει ο συγγραφέας. Στην εποχή που γράφτηκε η μεγαλύτερη εποποιία των τελευταίων χρόνων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο μεγαλείο των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους με βάρβαρο τρόπο, από βάρβαρο κατακτητή, μόνο και μόνο επειδή ήθελαν να προστατέψουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, τον τόπο τους. Των μεγάλων εκείνων ανθρώπων που έδιναν απλόχερα τη ζωή τους για να ζήσουν λεύτεροι.
Δεν μπορεί να μην υποκλιθεί κανείς μπροστά στον ηρωισμό της πονεμένης μάνας, της γριούλας Ευαγγελίας Πολιουδάκη που στα 73 της χρόνια γαζώθηκε από σφαίρες την ώρα που μ’ έναν αναμμένο δαυλό χτυπούσε στο κεφάλι το Γερμανό που μπήκε στην αυλή της. Στάρι έβραζε για να φτιάξει κόλλυβα για το τριήμερο μνημόσυνο του γιου και των ανιψιών της που οι ίδιοι οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει.
Καμιά δύναμη, ούτε αυτή των όπλων, δεν είναι ικανή να τιθασεύσει την ψυχή μιας πονεμένης μάνας. Το κορμί της το σκότωσαν μαζί με του άντρα της, του γέροντα Παναγιώτη, 82 ετών. Σκότωσαν και το σκύλο της που γαύγιζε, έκαψαν και το σπίτι της. Την ψυχή της όμως δεν μπόρεσαν να την υποτάξουν. Ούτε της Ευαγγελίας, ούτε των χιλιάδων αγωνιστών και υπερασπιστών της Κρήτης.
Στίφη βάρβαρα, και σκοτωμένους φοβόντουσαν τους αγνούς υπερασπιστές των πιο ευγενών ιδεωδών. Χριστιανοί κατ’ όνομα, δε σεβάστηκαν καμιά από τις πανανθρώπινες αξίες. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα τα διέπραξαν εις βάρος αμάχων, σε αντίποινα για την ηρωική αντίσταση του Κρητικού λαού.
Σκότωσαν, έκαψαν, λεηλάτησαν. Ακόμη και νεκρούς φοβόντουσαν τους αγωνιστές κι έβγαζαν διαταγές απανωτές «ίνα μη μετακομίζωνται τα λείψανα πεσόντων Ελλήνων και Άγγλων στρατιωτών εις το νεκροταφείον». Σε πάμπολλες περιπτώσεις απαγόρευαν και τον ενταφιασμό ακόμη των νεκρών κι έκαναν προσπάθειες να εξαφανίσουν κάθε ίχνος των αποτροπιαστικών εγκλημάτων τους. «Οι σταυροί εκείνοι οι οποίοι δεικνύουν ότι εις τας οικίας ταύτας κατά τας μάχας της Κρήτης είς ένοικος ετυφεκίσθη, αφαιρεθούν αμέσως», διαβάζουμε στην ανακοίνωση της ΦΕΛΝΤ-ΚΟΜΜΑΝΤΑΤΟΥΡ προς τον Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Κρήτης. Και τα μνημόσυνα ακόμη τους ενοχλούσαν και χρειάστηκε έγγραφο του Νομάρχη «προς την Ιεράν Μητρόπολιν Κρήτης» με το οποίο της γνωστοποιούσε πως ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης «απαγορεύει : α. την αναγγελίαν εις τας εφημερίδας της τελέσεως μνημοσύνων παντός είδους…»
Τεράστιας επιστημονικής, ηθικής και ιστορικής αξίας τα στοιχεία που με επιμονή συγκεντρώνει, τεκμηριώνει και αποδίδει στο ευρύ κοινό ο Μάρκος Πολιουδάκης. «Εις μνημόσυνον αιώνιον» των μαρτύρων γράφει στο οπισθόφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου του ο συγγραφέας. «Εις δόξαν αιώνιον» συμπληρώνω εγώ. Εις δόξαν όχι μόνο των ηρωικών νεκρών αλλά και του ίδιου του συγγραφέα που με την επιμονή του διασώζει όλα αυτά τα στοιχεία.
Να ’σαι καλά, κύριε Μάρκο. Να ’χεις δύναμη και κουράγιο να ολοκληρώσεις αυτό το έργο ζωής που ξεκίνησες και συμπληρώνεις λίγο λίγο. Και βέβαια από κανενός μας το σπίτι δεν πρέπει να λείπει το έργο αυτό που με στοιχεία αδιάσειστα αποδίδει στην αιωνιότητα τη μνήμη 1342 μαρτύρων και ηρώων.

ΦΡΑΤΖΕΣΚΑ - ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

Συνοδευόμενο από μια ευγενική επιστολή του εκδότη Χάρη Πάτση, έφτασε στα χέρια μου το νέο βιβλίο της Χρυσούλας Δημητρακάκη.
Ξαφνιάστηκα, δεν το κρύβω, στην αρχή. Και ξαφνιάστηκα γιατί τη Χρυσούλα Δημητρακάκη την είχα συνδέσει με την ποίηση. Μια ταλαντούχα ποιήτρια, σκέφτηκα, δεν έχει δουλειά με τα πεζά. Ο ποιητής δεν πατά στη γη, υπερίπταται. Και ποιος σου λέει εσένα, ήρθε η απάντηση μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, πως δεν υπάρχει και πεζός ποιητικός λόγος; Και βέβαια υπάρχει κι απόδειξη η «Φρατζέσκα»
Μια κυψέλη είναι ο κόσμος του βιβλίου. Με βασίλισσα πραγματική, τη γιαγιά. Αυτή νιώθει να έχει το βάρος και την ευθύνη ολονών. Συνηθισμένη να επιβάλλεται με το κύρος και την αγάπη με την οποία περιβάλλει το σμήνος της οικογένειας. Της πολυπληθούς οικογένειας με τ’ αδέλφια, τα παιδιά, τ’ ανίψια και τα εγγόνια. Η γιαγιά που ρουφά την πίκρα και τη μετουσιώνει μαγικά σε μέλι γλυκύτατο. Κυψέλη το χωριό κι η Κρήτη ολόκληρη. Το όραμα. Η ελπίδα. Η καταφυγή.
Δεν έχει και μεγάλη σημασία αν κάποιος χαρακτηρίσει τη «Φρατζέσκα» μυθιστόρημα και κάποιος άλλος «μυθιστορηματικό αφήγημα», όπως δεν έχει και τόση σημασία το «στόρυ» του βιβλίου. Αξεδιάλυτο το από πού ξεκινά και το πού τελειώνει. Το σημαντικό είναι πως στο βιβλίο αυτό με τη γραφή της Χρυσούλας Δημητρακάκη σημασία δεν έχει ο προορισμός, το τέλος. Σημασία έχει το ταξίδι μέσα από τις λέξεις και τις πυκνές εικόνες τού βιβλίου. Και το ταξίδι αυτό συναρπάζει τον αναγνώστη. Είναι ένα βιβλίο γλαφυρό, ανάλαφρο, ζωντανό. Με πολύ δυνατές αντιθέσεις. Εκεί που ξεφεύγει ο λόγος σε ανώτερα είδη γραφής κι αφηρημένες έννοιες, εκεί ξαφνικά σε προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα. Εκεί που «όλα τα όνειρα, ήταν μέσα σε μια γαλάρα ρεβίθια».
Ρομαντικό κι ευαίσθητο, με κυρίαρχη τη μορφή της γιαγιάς. Αυτής που έχει έτοιμη τη λύση και την απάντηση στο κάθε δύσκολο πρόβλημα, στην κάθε αναποδιά. Αυτής που βίωσε την ορφάνια από τα μικράτα της και την απώλεια του προστάτη συζύγου αργότερα, χωρίς να λυγίσει. Χωρίς να το βάλει κάτω που λέμε. Σοφία, καλοσύνη κι αγάπη καταστάλαξε ο πόνος μέσα της. «Μην αφήνετε την ευτυχία της ανάμνησης να ξεχαστεί», παροτρύνει και τους άλλους. Μην αφήνετε τις δυσκολίες να σας καταβάλουν, θέλει να τους πει. «Κρατείστε τον ήλιο που γέρνει στην άκρη της θάλασσας».
Η Φρατζέσκα πάλι, είναι η πιστή κόρη. Αρωγός και συμπαραστάτης της βασίλισσας-γιαγιάς. Καρτερική, υπάκουη, προσγειωμένη. Ζει στη σκιά τής γιαγιάς. Πάντα ένα βήμα πίσω της. Ποτέ στο πλάι. Κι όμως όταν χρειαστεί να κάνει την επανάστασή της, δε θα διστάσει. Κι ας μην είχε τίποτα. Ας «διέθετε μόνο, ό,τι κουβαλά μέσα του ο κάθε άνθρωπος». Πρόσωπο ηρωικό και πένθιμο μαζί, λυγίζει κάποια στιγμή. Οι δυνάμεις της δεν την κρατούν, το σώμα της καταβάλεται. «Έχει κάτι», λένε οι γιατροί. Κι αυτό το κάτι σίγουρα δεν είναι καλό. Όλοι περιμένουν το τέλος. Ώσπου η Φρατζέσκα νιώθει την ανάγκη ν’ αντισταθεί στη μοίρα. Συγκεντρώνει δυνάμεις υπερφυσικές και τινάζεται πάνω. «Και η Φρατζέσκα, η μητέρα του ανέμου, η γυναίκα χωρίς εποχή, τραβούσε την αέναη πορεία του ανθρώπου για τη ζωή».
Η «Φρατζέσκα» είναι ένα βιβλίο ποίημα. Στις διακόσιες περίπου σελίδες του, οδηγεί τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι υπέροχο σε διαστάσεις άλλες. Αλλά μιας και «δεν ριζώνουν δέντρα στα σύννεφα», με μαεστρία η συγγραφέας τον κατεβάζει από τα φτερά τ’ ανέμου και τον οδηγεί σ’ άλλες ονειρικές καταστάσεις κι εποχές. Η γιαγιά με το μαγκαλάκι της, τις γλάστρες, το περιβολάκι και τ’ αργόσυρτο παραμύθι της. Οι καλοκαιρινές διακοπές στ’ Ατσιπόπουλο με τις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Το αμπελάκι του παππού, η Λίμνη, η αγωνία για το νερό, το ζύμωμα του ψωμιού και το στήσιμο του τελάρου. Ο σκληρός καθημερινός αγώνας των Ατσιπουλιανών μέσα σ’ αντίξοες συνθήκες πάνω στ’ αφιλόξενα πυρωμένα χαράκια με τις αστοιβίδες και τις βελανιδιές, είναι λίγες μόνο από τις ολοζώντανες εικόνες, τις δοσμένες με περίσσια αγάπη κι αναπόληση από τη Χρυσούλα Δημητρακάκη. Ολόψυχα της εύχομαι καλή συνέχεια.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ - ΧΑΡΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ο Χάρης Παπαδάκης, ο Νταραμανελίτης δε χρειάζεται συστάσεις. Γνωστός δικηγόρος με ανήσυχο πνεύμα, ανακατεύεται στα κοινά, αρθρογραφεί, λατρεύει το ωραίο. Ήδη με τα πρώτα του βιβλία και ιδιαίτερα με «Τα χασαπιά του Ρεθύμνου και όχι μόνο» είχε δώσει αυτό που λέμε «δείγμα γραφής» και στην έρευνα και στη συγγραφή. Μετριόφρων ανάφερε τότε πως δε διεκδικεί λογοτεχνικές περγαμηνές. Το καινούριο του βιβλιαράκι όμως «Το νερό μιας πολιτείας» μας αποδεικνύει πως διαθέτει σκίτσο-πένα-φαντασία-χιούμορ. Μέσα από ένα ιδιαίτερα ευχάριστο κείμενο παρακολουθεί ο αναγνώστης την πορεία του καθοριστικού για την ανάπτυξη της «χωριόπολις» νερού και πώς ένα φυσικό αγαθό μπορεί να μετατραπεί σε πανάκριβο εμπόρευμα.
Όσο κι αν διαφωνεί κάποιος με το περιεχόμενο του βιβλίου κι ιδιαίτερα με την «χωριόπολη» που όλοι μας πιστεύουμε πως έχει γίνει πόλη, με τα προβλήματά της ναι, αλλά πάντως πολιτεία καλύτερη από πολλές, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει στο Χάρη την ικανότητα να γράφει και να παρουσιάζει ανάγλυφες εικόνες του Ρεθύμνου μέσα από το πέρασμα των αιώνων.
Με το θάρρος της φιλίας που μας συνδέει, νομίζω πως δικαιούμαι να κάνω μια παρατήρηση. Αγαπητέ Χάρη, η τύχη μιας πολιτείας σ’ ένα δημοκρατικό περιβάλλον δεν εξαρτάται μόνο από το τι θα κάνει ένας και μόνο άνθρωπος γι’ αυτήν. Συλλογικές είναι οι ευθύνες. Κι αν «ο τέως και νυν» γίνει «και αεί», σίγουρα ο μόνος που δεν ευθύνεται γι’ αυτό είναι ο ίδιος.
Σίγουρα οι παραπάνω παρατηρήσεις μου δε μειώνουν στο ελάχιστο την ποιότητα του βιβλίου, το πνεύμα του συγγραφέα και το καυστικό του χιούμορ. Τον συγχαίρω κι ελπίζω σύντομα να μας δώσει κι άλλο έργο.

Ποιητικές Ιστορίες - ΑΝΤΩΝΗ Κ. ΖΑΧΑΡΑΚΗ ΔΑΣΚΑΛΟΥ

Μετά από τα «Ποιήματα», τις «Αληθινές Ιστορίες», «Ο Σηφαλιός», «Περασμένα ξεχασμένα», «Του χρόνου τα γυρίσματα», «Τα λογοστεμένα (το Γιωργιό και το Λενιό)» ήρθαν οι «Ποιητικές Ιστορίες» να συνεχίσουν το πλούσιο συγγραφικό έργο του σεβαστού κι αγαπητού μου θείου Αντώνη Κ. Ζαχαράκη.
Ακούραστος εργάτης του λόγου, Δάσκαλος με το Δ κεφαλαίο και στην επιστήμη και στη ζωή. Καρδιά άδολη, γεμάτη καλοσύνη. Σε κάθε πνευματικό του δημιούργημα δεν ξεχνά τις ρίζες του, την μάνα και τον πατέρα που έχασε νωρίς, τον τόπο που μεγάλωσε, το χωριό του. Αγαπά τον κόσμο, παραστέκεται στους συγγενείς, τιμά τους συναδέλφους του και τον εκπαιδευτικό κόσμο που τον ανέδειξε.
Μέσα στα βιβλία του κι ιδιαίτερα στις «Ποιητικές Ιστορίες» θα βρει ο αναγνώστης όλα αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ίδιο τον ποιητή και συγγραφέα. Η πατρίδα, η Κρήτη και το χωριό του παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Σειρά έχει η οικογένεια που ευτύχισε να κάνει. Η Χαρά, η άξια σύντροφος της ζωής του, πολυαγαπημένη και χιλιοτραγουδισμένη. Οι γιοί του, ο Κώστας κι ο Χάρης, τα εγγονάκια του.
Μεγάλωσε ορφανός και φτωχός. Ανδρώθηκε στο Παγκαλοχώρι και το Ρέθυμνο. Ζυμώθηκε με τις αξίες εκείνες που σήμερα τείνουν να εκλείψουν και που έχουν φτάσει στο σημείο να χλευάζονται από πολλούς. Αυτές τις αξίες αναδεικνύει χωρίζοντας τις «Ποιητικές Ιστορίες» σε θεματικές ενότητες. Ξεκινά με τα «Θρησκευτικά» προχωρά στα «Εθνικά» και τα «Οικογενειακά». Και βέβαια δεν παραλείπει στα «Διάφορα» να υμνήσει τον έρωτα, να σατιρίσει, να νουθετήσει.
Βλέπει έναν κόσμο που δυστυχώς έχει πάψει να υπάρχει και πονά γι’ αυτό. Κάνει τραγούδι τον πόνο του φτωχού, το παράπονο του γέρου, του νέου τον καημό. Γράφει όπως δίδασκε παλιά στις σχολικές αίθουσες. Την αγάπη θέλει κυρίαρχη, την ελεημοσύνη, την ταπεινοσύνη. Αισθάνεται τον ξένο πόνο, τον κάνει δικό του και δακρύζει με το παραμικρό. Κι εγώ τι άλλο να πω! Κουράγιο αγαπητέ μου Δάσκαλε. Να ’χεις υγεία και να γράψεις κι άλλα βιβλία πολλά.

Εμμανουήλ Βυβιλάκης Η ζωή, η δράση και το έργο του - MΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

Όταν πήρα στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του αγαπητού μου Μιχάλη Τρούλη, η αλήθεια είναι πως σχεδόν τίποτα δεν εγνώριζα για τον Εμμανουήλ Βυβιλάκη και ειδικότερα για τη συγγενική του σχέση με τη δημοσιογραφική οικογένεια Καλαϊτζάκη. Όταν το τέλειωσα είχα εντυπωσιαστεί και του το είπα. «Μιχάλη μου, έτσι θα έπρεπε να είναι τα βιβλία στα σχολειά», του είχα πει. Με δομή και τεκμηρίωση, απλό και κατανοητό λόγο, αρχή μέση και τέλος. «Θα βγω και θα τα γράψω αυτά», του είχα πει τότε. «Όχι προς Θεού», ήρθε η απρόσμενη απάντησή του. Σεμνός όπως πάντα, αθόρυβος και με σύστημα δουλευτής, δεν ήθελε παινέματα και λόγια εγκωμιαστικά και μεγάλα. Σεβάστηκα την επιθυμία του κι εσιώπησα. Παρά τη θέλησή μου, κρυμμένες βαθιά στα συρτάρια μου έμειναν οι σημειώσεις. Και θα έμεναν για πάντα εκεί αν κάτι δεν άλλαζε. Σήμερα όμως που κάποιοι πιο απείθαρχοι από μένα έδωσαν ήδη στη δημοσιότητα τις απόψεις τους που δεν απέχουν από τις δικές μου, αποφάσισα κι εγώ να προσθέσω την ταπεινή μου γνώμη. Απόφυγα να επικοινωνήσω με το συγγραφέα για να μη με αποθαρρύνει πάλι, σκάλισα τα συρτάρια μου, είπα μέσα μου «συγγνώμη Μιχάλη» και να ’μαι.
Για το συγγραφέα, το Μιχάλη τον Τρούλη, δε θα γράψω τίποτα. Όχι πως δεν έχω ή δεν μπορώ να γράψω. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Μιχάλης Τρούλης είναι γνωστός στην κοινωνία τού Ρεθύμνου για τη συνεχή, αθόρυβη και προπάντων ανιδιοτελή προσφορά του. Εξαίρετος φιλόλογος από αμνημονεύτων χρόνων (δεν έχει σχέση με την πραγματική του ηλικία αυτό), με πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο, Πρόεδρος της Βιβλιοθήκης και της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνου, φοβούμαι μη χάσει από τα γραφόμενά μου. Ένα μόνο θα πω. Η επιμονή του στην έρευνα κι η συστηματική του δουλειά είναι άξια θαυμασμού. Και μόνο στη βιβλιογραφία αν ρίξει κάποιος μια ματιά, θα πει «χαράς το κουράγιο του και την υπομονή του». Γι’ αυτό κι εγώ θ’ ασχοληθώ μόνο με το Μεγάλο Εμμανουήλ Βυβιλάκη.
Έχουμε συνηθίσει πολύ εύκολα ν’ απονέμουμε τον τίτλο τού Μεγάλου σε κάποιους. Νομίζω όμως πως για τον Εμμανουήλ Βυβιλάκη οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός θα τον αδικήσει.
Από μικρό τον σημάδεψε η μοίρα. Οχτάχρονο παλικαράκι βλέπει τους γονείς του να πεθαίνουν αβοήθητοι από πανώλη. Δεν το βάζει όμως κάτω. Μαζί με τις τρεις αδελφές του προσπαθεί να επιβιώσει στα λημέρια των γονέων του για πάνω από έξι χρόνια. Προτού προλάβει ν’ αντρωθεί, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων, παίρνει μέρος στην επανάσταση του 1821. Κι επειδή ήτανε μικρός
«φέρων ’ς τάς μάχας τον σταυρόν, όσον η ηλικία
δεν εσυγχώρει εις αυτόν να φέρει πανοπλίαν» όπως μας λέει ο εξ αγχιστείας συγγενής του σπουδαίος φιλέλληνας και θαυμαστής του Ιωάννης Πετρώφ. Στην επανάσταση μεγαλώνει. Παίρνει μέρος σε μάχες όπου και διακρίνεται για την ανδρεία του. Αποκορύφωμα η κυριευθείσα υπ’ αυτού Τουρκική σημαία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αποτέλεσε το σάβανό του.
Βοηθός γραμματέας της Δ’ κατά συνέχεια Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων το 1832 διακρίνεται για το ήθος και την ευστροφία του. Τώρα όμως σειρά έχουν οι σπουδές του. Κι ενώ ο Βυβιλάκης ταξιδεύει στο Μόναχο, όπως μας πληροφορεί πάλι ο Πετρώφ,
«όταν δι’ οι άλλ’ εμοίραζον τα κέρδη τού αγώνος,
τα πάντ’ αυτός παρέβλεψε κι εξενιτεύθη μόνος».
Με δυσκολίες μύριες κατορθώνει να σπουδάσει. Πρώτα στη Φιλοσοφική Σχολή του Μονάχου, για να μεταγραφεί στη Νομική στη συνέχεια και να συνεχίσει τις σπουδές του στη Νομική πάντα, της Λειψίας και του Βερολίνου. Εκεί θα δημοσιεύσει τη μελέτη του «Η νεοελληνική ζωή εν συγκρίσει προς την αρχαίαν ελληνικήν δια την κατανόησιν αμφοτέρων» και θα γίνει ο πρώτος Έλληνας που θ’ αντικρούσει την ανθελληνική θεωρία τού Jakob Philipp Fallmerayer.
Άριστος νομικός, εύστροφος, πολυμαθής και πολύγλωσσος μπαίνει στο δικαστικό σώμα σε ηλικία 34 ετών και διορίζεται στη Σύρο με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών. Και πάλι όμως το ανήσυχο πνεύμα του δεν ηρεμεί. Ο πόνος και η έγνοια του για τη σκλαβωμένη πατρίδα τον φέρνει πίσω στα 1841, που παίρνει μέρος στην επανάσταση των αδελφών Χαιρέτη. Εκεί θα εκδώσει και την πρώτη παράνομη κρητική επαναστατική εφημερίδα με τον τίτλο «Ραδάμανθυς».
Πάντα με το μέρος του σκλαβωμένου και του αδύναμου. Όπως στην Τρίπολη της Πελοποννήσου που τον συναντούμε ανακριτή να υπερασπίζεται με πάθος τα δικαιώματα των πενήτων.
Η μεγάλη του όμως αγωνία και λαχτάρα είναι η μόρφωση των σκλαβωμένων πατριωτών του. Για μια ολόκληρη εικοσαετία, 1842-1862, είναι αυτός που θα εργαστεί με πάθος για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων στη σκλαβωμένη Κρήτη. Είναι χαρακτηριστικό πως στα 1842 ιδρύει 15 σχολεία σε διάφορες περιοχές της Κρήτης τα οποία σύντομα έγιναν 27. Παράλληλα υπήρξε ο προστάτης και αρωγός τών Κρητών φοιτητών.
Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης υπήρξε αγωνιστής κι επαναστάτης και παράλληλα οργανωτικός, ανιδιοτελής και φιλάνθρωπος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών στην Ερμούπολη της Σύρου, βουλευτής του συνοικισμού Μινώα στο Ναύπλιο, πρωτεργάτης σε κάθε φιλοπρόοδη κίνηση και έργο. Όμως το επαναστατικό του πνεύμα δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Ακόμη και στην ηλικία των 60 χρόνων παίρνει μέρος στην επανάσταση που οδηγεί στην υπογραφή τού Χάρτη της Χαλέπας στα 1878.
Πατριώτης με το Π κεφαλαίο, δε διστάζει ν’ απαντήσει στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που με το ποίημά του κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του αδριάντα του Εθνομάρτυρα Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ εδημιούργησε μεγάλη αίσθηση. Κι όμως ο μεγάλος αυτός ποιητής είχε παραλείψει ν’ αφιερώσει ένα στίχο έστω του ποιήματός του στον αγώνα της Κρήτης και των Κρητών. Για το λόγο αυτό μπήκε στο στόχαστρο του Βυβιλάκη που έστεκε άγρυπνος φρουρός τής τιμής τής ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ο Βυβιλάκης άφησε πίσω του πλούσιο έργο. Συγγραφικό, επιστημονικό, πατριωτικό. Και βέβαια υπήρξε ο ιδρυτής της εφημερίδας «Ραδάμανθυς» που ο Στυλιανός Καλαϊτζάκης, ο γενάρχης της μεγάλης δημοσιογραφικής οικογένειας, τη μετεξέληξε στη γνωστή σε όλους μας «Κρητική Επιθεώρηση».
Ο Βυβιλάκης ευτύχησε να δικαιωθεί εν ζωή. Ακόμη κι ο θάνατός του έχει κάτι από το μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Κι αυτό γιατί όταν επιστρέφει στο Ρέθυμνο στα μέσα του Ιουνίου του 1880, «εθνική πανήγυρις» γίνεται η επιστροφή του. Κι είναι η χαρά του αυτή κι η κούραση που θα τον οδηγήσει στο θάνατο κατόπιν «κεραυνοβόλου αποπληξίας» την ίδια κιόλας μέρα.
Ο συγγραφέας Μιχάλης Τρούλης τα είπε όλα. Εγώ τίποτ’ άλλο δεν έχω να πω. Συγχαίρω τον κύριο Τρούλη για το έργο του αυτό και τον θαυμάζω για το πείσμα και την επιμονή του στην έρευνα, τη συγκέντρωση και εν τέλει τη διάσωση όλων αυτών των σπάνιων ιστορικών στοιχείων.

Το χωριό Πηγή του Ρεθύμνου ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ… ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ - Γ. Π. Εκκεκάκης

Και μόνο το όνομα Πηγή με συγκινεί. Η Πηγή, το κεφαλοχώρι, ήταν το κέντρο αναφοράς για τα γύρω χωριά και τους οικισμούς εκεί στις δύσκολες μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50 και του ’60. Εύφορο, γόνιμο, με χώματα παχιά και κάτι αρχοντανθρώπους πιο πλούσιους στην καρδιά και τα αισθήματα από το στοιβαγμένο στις ευρύχωρες αποθήκες βιος τους. Οι μνήμες με παρασέρνουν βίαια και με γυρίζουν πίσω, γύρω στα ’60, που μικρό παιδί, τις περισσότερες φορές ξυπόλητο, ένιωθα μια χαρά άγρια να με πλημμυρίζει την κάθε φορά που μ’ έστελνε ο πατέρας μου από το γειτονικό Παγκαλοχώρι, καβάλα στον γάιδαρο, να «πουσουνίσω» στην Πηγή.
Το μπακάλικο του Παλιερογιάννη φάνταζε στα μάτια μου τότε ασύγκριτα πιο μεγάλο και πιο φορτωμένο από τα σημερινά γιγάντια πολυκαταστήματα. Ο αλευρόμυλος, ο φούρνος του Μαθιουδάκη, οι Χατζηγιάννηδες, οι Στρογγύλιδες, οι Μεταξάδες, οι Μαϊνωλάδες, οι Καφφάτοι, οι Χατζάκηδες, οι Κουτσαλέδες, οι Φασουλάδες και τόσοι άλλοι, άνθρωποι με μπέσα και φιλότιμο, γνωστοί και άγνωστοι, φιλικοί όλοι κι ευπροσήγοροι. Η πλατεία με τον σταθμό της Χωροφυλακής και τα καφενεία, το καλωσόρισμα των γυναικών από τα κατώφλια των σπιτιών τους, το άδολο γέλιο στα καθαρά πρόσωπα των ανδρών κι η επιμονή τους για ένα κέρασμα, μια γαζόζα ή μια βανίλια υποβρύχιο.
Απόφυγα να γράψω για το βιβλίο «εν θερμώ» μην ήταν ο συναισθηματισμός αυτός που θα με παράσερνε και θα μ’ έκανε να γράψω λέξεις υπερβολής και λόγια περίσσια. Πήγα στην παρουσίαση, στην ανακαινισμένη πλατεία της Πηγής, καλεσμένος του Πολιτιστικού Συλλόγου κι αντάμωσα μαζεμένο κόσμο, ασυνήθιστα πολύ, για τέτοιες εκδηλώσεις. Προπάντων όμως αντίκρισα πρόσωπα χαρωπά, παλιούς Πηγιανούς αλλά και τα παιδόγγονά τους που κληρονόμησαν τις ίδιες αξίες που έκαναν ξεχωριστή την Πηγή και τους Πηγιανούς.
Απόλυτη τάξη κι ησυχία επικρατούσε εκείνο το ζεστό δειλινό της 23ης Αυγούστου και κατάνυξη, λες και βρισκόμουν σ’ εκκλησία. Άψογη η διοργάνωση, μεστά τα λόγια των ομιλητών, των κ. Γιάννη Παπιομύτογλου, του δάσκαλου Κώστα Μυγιάκη και του συγγραφέα και σεβαστού μου καθηγητή, Γιώργη Εκκεκάκη.
Ένα γρήγορο φυλλομέτρημα το ίδιο βράδυ κι ύστερα διάβασμα και ξαναδιάβασμα του βιβλίου που με τραβούσε σαν μαγνήτης και δεν μ’ άφηνε να τ’ αποχωριστώ. Και πάλι όμως δεν τ’ αποφάσιζα να γράψω τις δυο κουβέντες που θεωρούσα υποχρέωση μου, γιατ’ ήταν η ψυχή μου γεμάτη και το χέρι μου έτρεμε από τη βιασύνη και το άγχος και μουτζούρωνε το χαρτί. Ν’ αναφερθώ στα κοινότυπα για τη σημασία που έχει η συγγραφή ενός βιβλίου για κάθε χωριό, δεν θα το κάνω. Αυτονόητο το θεωρώ. Τούτο όμως ξεχωρίζει για δυο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι το ίδιο το χωριό με την πλούσια ιστορία που χάνεται στους αιώνες κι ο άλλος ο συγγραφέας με το πάθος, την υπομονή και την επιμονή του στη συγκέντρωση τόσων στοιχείων. Ξεχωρίζουν οι κάτοικοι με τον ηρωισμό τους, αφού έχουν δώσει το παρόν σε όλους τους αγώνες, με τη φιλοξενία τους και τη χουβαρδοσύνη. Ξεχωρίζει κι ο συγγραφέας με την αγάπη του για το χωριό, την επιμέλεια, το ήθος, το λογοτεχνικό του ύφος και τον ρηξικέλευθο ισχυρισμό του περί Αρίου και Βουλισμένης. Ξεχωρίζει τέλος το ίδιο το βιβλίο με τη δομή και την πληθώρα ιστορικών και άλλων ντοκουμέντων.
Παρασύρθηκα κι έγραψα πολλά, νομίζω. Δεν μπορώ όμως να μη συγχαρώ δημόσια όλους τους συντελεστές αυτής της επιμελημένης έκδοσης. Τον χρηματοδότη, πρώτ’ απ’ όλους, αυτού του εγχειρήματος, τον άξιο κι αγαπητό Μανόλη Γιαννακάκη, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πηγής-Αγίου Δημητρίου και τον Πρόεδρό του Στάθη Καφφάτο για τη συμβολή τους και τον συγγραφέα-ερευνητή-μελετητή Γιώργη Εκκεκάκη και του εύχομαι από καρδιάς «ό,τι καλύτερο», γιατί σίγουρα έχει πολλά ακόμη να μας δώσει.

60 χρόνια δημοσιογραφίας ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ - ΝΙΚΟΣ ΕΜΜ. ΜΑΡΚΑΚΗΣ

Με μεγάλη χαρά πήρα στα χέρια μου το βιβλίο-αφιέρωμα, του Πολιτιστικού Συλλόγου Πετροκεφαλίου στον μεγάλο συγχωριανό τους, το δημοσιογράφο Νίκο Μαρκάκη. Δεν έχω την τιμή να τον γνωρίζω προσωπικά. Μέσα από τα κείμενά του όμως, είναι σαν να τον ξέρω χρόνια ατέλειωτα. Έτσι θεώρησα χρέος μου να γράψω δυο κουβέντες για τον ίδιο και το έργο του.
Ο Νίκος Μαρκάκης, σπάνιο δείγμα ανήσυχου πνεύματος, είναι παλαίμαχος της δημοσιογραφίας. Γεννημένος στο Πετροκεφάλι Ηρακλείου το 1926 από αγρότες γονείς, έζησε τις δυσκολίες της εποχής, τον πόλεμο, τις ανέχειες και τις κακουχίες. Παρά τις όποιες δυσκολίες όμως τα κατάφερε και τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο πρώτα κι αργότερα την Πάντειο.
Από νωρίς στα βάσανα της ζωής, νωρίς και στη δημοσιογραφία. Σε ηλικία μόλις 19 ετών τον συναντούμε να κάνει τα πρώτα του δειλά δημοσιογραφικά βήματα στο «Βήμα» του Λαμπράκη. Ακολουθούν δεκαετίες ολόκληρες γόνιμης δημοσιογραφικής δουλειάς, τόσο στην ίδια εφημερίδα, όσο και σε άλλα έντυπα τού ομίλου Λαμπράκη όπως « Τα Νέα», «Ταχυδρόμος», «Οικονομικός Ταχυδρόμος» και «Ομάδα».
Ανήσυχο πνεύμα, όπως ανάφερα και παραπάνω, δεν επαναπαύεται στις δάφνες τού επιτυχημένου δημοσιογράφου και δεν αρκείται στα έντυπα του ομίλου που τον φιλοξενεί. Αντίθετα, άρθρα, χρονογραφήματα κι άλλα δείγματα της δουλειάς του δημοσιεύονται κατά καιρούς σε πλειάδα εντύπων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Υπήρξε μέλος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου και της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών και χρημάτισε ανταποκριτής της εφημερίδας «Ο Θραξ στη Διασπορά» του Τορόντο-Καναδά.
Είναι μέλος αρκετών δημοσιογραφικών, λογοτεχνικών, επαγγελματικών και λοιπών ενώσεων και έχει τιμηθεί με πλήθος μεταλλίων, βραβείων κι επαίνων. Εκτός των άλλων έχει τιμηθεί με χρυσό μετάλλιο από τον Ερυθρό Σταυρό και με μετάλλια Εθνικής Αντίστασης της περιόδου 1941-1945.
Αντιπροσωπεύει το ήθος μιας άλλης γενιάς δημοσιογράφων και τον διακρίνει το πάθος για τις αξίες που συχνά επικαλούμαστε όλοι μας.
«Ζυμωμένος με τη μυρωδιά τού λειωμένου αντιμονίου», υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το πραγματικά δύσκολο λειτούργημα της δημοσιογραφίας που «για να ασκηθεί γονίμως, χρειάζονται γνώσεις, ευρηματικότητα βαθειά και ηθική βάση σταθερά», όπως λέει ο θεμελιωτής τής δημοσιογραφίας Ιωσήφ Πούλιτζερ.
Λουσμένος από το «ατιθάσευτο φως τού νότου», γράφει, διαβάζει, ερευνά, ταξιδεύει. Κι όταν φτάνει το πλήρωμα του χρόνου, αντί να το «παίξει» συνταξιούχος, ο Νίκος Μαρκάκης συνεχίζει ακούραστος το γράψιμο και μετέχει ενεργά στην κοινωνική ζωή τού χωριού του από τα διοικητικά συμβούλια του πολιτιστικού συλλόγου και του αθλητικού ομίλου της περιοχής του, των οποίων είναι μέλος.
Πρόθυμος, ανταποκρίνεται σε κάθε κάλεσμα για προσφορά. Κι αποτελεί τιμή για το διοικητικό συμβούλιο του πολιτιστικού συλλόγου Πετροκεφαλίου που αναγνώρισε την προσφορά του αυτή και «σαν ελάχιστο δείγμα της εκτίμησης μας προς το δημοσιογράφο Νίκο Μαρκάκη αλλά και τον άνθρωπο που έδωσε μια άλλη πνοή στο Πετροκεφάλι μετά την επιστροφή του στις ρίζες του που τιμά το χωριό του…αποτελεί φωτεινό παράδειγμα….», όπως αναφέρει, τον τίμησε με την έκδοση αυτού του βιβλίου.
Σεμνός και μετρημένος δεν κομπάζει για το έργο του. «Ενδόμυχος πόθος μου», λέει, «είναι να διαβάσουν όλοι με συμπάθεια το βιβλίο αυτό…». Πιστέψτε με, σεβαστέ μου κύριε Νίκο Μαρκάκη, πως δε μου χρειάστηκε καμιά συμπάθεια για να το διαβάσω. Με ξενάγησε σ’ άλλες εποχές που εγώ μόνο ακουστά είχα ή κάπου είχα διαβάσει. Κι όμως δεν μπορώ να μην ομολογήσω πως έζησα, νοερά έστω, μαζί σας την ατμόσφαιρα της «Πρωτοχρονιά» του ’44, τον πόνο και τη φρίκη του ναυαγίου του «Χειμάρα», δεν κάθισα στα θρανία τού Νυχτερινού Γυμνασίου ή των Σχολών του Εθνικού Ιδρύματος και δεν έζησα τις απαγορεύσεις του Γυμνασιάρχη της μεταπολεμικής εποχής. «Φραγμοί, δεσμεύσεις, απαγορεύσεις. Μπορείτε να διαλέξετε». Πάντως χωρίς σημείωμα του Γυμνασιάρχη και τη συνοδεία συγγενούς, σινεμά δεν έβλεπε ο μαθητής έστω και πριν από τις οκτώ το βράδυ. Ταξίδεψα μαζί σας με το σιδηρόδρομο μέχρι τη «Νύμφη του Θερμαϊκού» και περπάτησα τους χώρους της 21ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Εκεί βρήκα στέγη από την Υπηρεσία Καταλυμάτων, ένοιωσα ασφαλής από την τήρηση της τάξης από την Αστυνομία και καταγράφηκα κι εγώ από τους μετρητές εσόδων.
Βαθιά ανθρώπινος συγκινείται με τη δύναμη της θέλησης, μας περιγράφει τα επιτεύγματα ενός κωφού, τους τρόπους διδασκαλίας και επικοινωνίας των κωφαλάλων κι αλλού πάλι εξυμνεί την προσφορά του μετανάστη που μοιράζει δωρεάν φαγητό σε φτωχούς και κατατρεγμένους. Κι ύστερα «ο αφροπλασμένος του νησιού», «ο πολιτισμένος της πρωτεύουσας», «ο αγνός της επαρχίας», «ο ιδεολόγος του Ελληνικού νοτιά», γίνεται ταξιδευτής και μας ξεναγεί στα πέρατα της οικουμένης με στάση μεγάλη στο Ντάργουιν, την υπόλοιπη Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Κύριε Μαρκάκη, γεννήθηκα σ’ ένα χωριό μικρότερο από το δικό σας. Στο Παγκαλοχώρι Ρεθύμνης το 1952. Τότε δηλαδή που εσείς ήδη κάνατε δημοσιογραφία. Πιστεύω πως το αρχείο σας είναι γεμάτο από περιγραφές γεγονότων που εμείς πιθανόν και να μην έχουμε ακούσει καθόλου. Δώστε τα στο αναγνωστικό κοινό κι αυτό, πιστεύω, θα τα τοποθετήσει σε εμφανές σημείο της βιβλιοθήκης του.

ΤΑ ΛΟΓΟΣΤΕΜΕΝΑ. ΤΟ ΓΙΩΡΓΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΝΙΩ - ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Κι έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο του το έκτο. Ούτε ένα, ούτε δυο. Έξι σωστά βιβλία, μας έχει χαρίσει ο Αντώνης ο Ζαχαράκης.
Νοιώθω χαρά και περηφάνια μαζί κάθε φορά που παίρνω το καινούργιο του βιβλίο, γιατί ‘χω την ξέχωρη τιμή να τον έχω και δάσκαλο και μπάρμπα. Απ’ αυτόν πρωτόμαθα την αλφαβήτα, αυτός μ’ έβαλε προτού να πάω κανονικά στο σκολειό να παίξω «ρόλο» στη σχολική εορτή. «Εύκολα τα γράμματα ‘εν καταλαβαίνω», θυμούμαι πως έλεγα τότε και με περιγελά ακόμη όπου με δει. Μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού με δασκάλευε και μόλις σχολάζαμε έτρεχε στην πρωτοξαδέλφη του τη Βαγγελιά, τη γιαγιά μου, για να της φέρει τα χαμπέρια της μέρας και να της κάμει τη χαρά πως πήγαινα καλά λέει, στα γράμματα. Κι ύστερα…
Κι ύστερα έφυγε και μας άφηκε. Πήρε λέει βαθμούς, ανέβηκε σκαλέρια και τον πήρανε στην Επιθεώρηση. Το ορφανό του σογιού που ανατράφηκε με το αίμα της ψυχής της θειας μου της Ζαχαράκαινας πρόκοψε κι έγινε δάσκαλος μεγάλος και τρανός. Σοβαρός και με πολλά ταλέντα. Λεβέντης, οργανοπαίχτης και τραγουδιστής πρώτος και χορευτής. Και στο ψαλτήρι άφταστος. Κι η γνώμη του πάντα να μετρά σ’ ολάκαιρο το σόι, που θεωρούσε τιμή του και πρεπιά να τον έχει συγγενή, να τον συμβουλεύεται και να τον έχει πρώτο στις χαρές και τις λύπες του, ίσαμε τα τώρα.
Κριτική δε θα κάμω για το βιβλίο του. Ούτε που μπορώ κι ούτε και πρέπει. Άλλοι τα γράφουνε αυτά και καλύτερα απ’ όσο θα τα κατάφερνα εγώ. Ένα μου ‘μεινε εμένα μόνο. Να του ευχηθώ να ‘ναι καλά, να χαίρεται την ξέχωρη οικογένεια που έφτιαξε και να μας χαρίσει κι άλλα βιβλία κι ακόμη περισσότερες συγκινήσεις.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΓΙΩΡΓΗ ΑΓΓΕΛΙΔΑΚΗ-ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΕΛΑΝΤΑΚΗ

Όταν σμίξουν δυο καλοί, μόνο κάτι καλό μπορεί να βγει. Κι οι καλοί σμίξανε. Από τη μια ο Θεόδωρος Πελαντάκης με την ευρύτητα των αντιλήψεων που τον διακρίνει, την ευρυμάθεια, τη σεμνότητα και το ήθος κι από την άλλη ο Γιώργης Αγγελιδάκης. Ο Γιατρός, ο αγωνιστής, ο άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δίκαια από την όλη πολιτεία και τη συμπεριφορά του έχει κερδίσει την κοινωνική καταξίωση και το γενικό σεβασμό.
Τι να πω τώρα εγώ ο μικρός και άσημος, για το γιατρό τον Αγγελιδάκη! Αυτός δε συμβιβάστηκε ποτές του. Δεν κάθισε στη βολή του που λένε. Ανήσυχο πνεύμα, παιδί ακόμη, βγήκε στο βουνό σαν διαφωτιστής στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του πολέμου. Κι ίσως αυτός είναι ο μεγαλύτερος τίτλος που απόκτησε ποτέ. Γιατί ο Γιώργης Αγγελιδάκης μέχρι τα τώρα διαφωτιστής είναι σε ό,τι πιο ευγενικό, σε ό,τι πιο προοδευτικό. Μόνο σ’ ένα πράγμα αισθάνομαι πως δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί του. Λέει στο σημείωμά του πως τις αναμνήσεις του «θα τις πάρει ο άνεμος, μόλις τελειώσει η ανάγνωση». Επίτρεψέ μου σεβαστέ μου γιατρέ, να διαφωνήσω κάθετα σ’ αυτό. Κανένας άνεμος δεν μπορεί να τις πάρει, εκτός κι αν είναι ο άνεμος της δημιουργίας. Αυτός δηλαδή που μπορεί να εμπνεύσει άλλους και να τις χρησιμοποιήσουν δημιουργικά.
Μόνο η σεμνότητα που τον διακρίνει μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια εκτίμηση. Αγωνίστηκε μια ζωή ολόκληρη για το καλό αυτού του τόπου, χωρίς ποτέ του να επιδιώξει αναγνωρίσεις και δάφνες. Αγωνίστηκε και αγωνίζεται ακόμη για τον αγώνα τον καλό. Ένα μικρό παράδειγμα μόνο μπορώ να αναφέρω πάνω σ’ αυτό. Ήτανε τότε στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Βράδυ. Ερχόμουν αεροπορικώς από την Αθήνα. Στο ίδιο αεροπλάνο πήρε το μάτι μου το Γιώργη τον Αγγελιδάκη. Τον περίμενα στ’ αεροδρόμιο και προσφέρθηκα να τον πάρω με τ’ αυτοκίνητό μου στο Ρέθυμνο. Καταδεχτικός όπως πάντα, δέχτηκε. Στη διαδρομή πιάσαμε την κουβέντα. Κι όλοι γνωρίζουνε καλά πόσο ευχάριστη είναι η παρέα και μια συζήτηση με το γιατρό. Ερχότανε κι αυτός από την Αθήνα. Τον είχανε καλέσει στο γραφείο του πρωθυπουργού, του Ανδρέα Παπανδρέου, και του είχανε ζητήσει ν’ αναλάβει κάπου Νομάρχης. Είχε αρνηθεί. Τον πιέσανε με το επιχείρημα πως πρέπει κι αυτός να προσφέρει στον τόπο. «Μπορώ και στο Ρέθυμνο», είχε απαντήσει. «Χωρίς καρέκλες και τίτλους». Ήμουνα νέος τότε και δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Τώρα μπορώ περισσότερο. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι ν’ απαξιώνει τις μνήμες του, πάει πολύ. Φαντάζομαι την προσπάθεια του Θεόδωρου Πελαντάκη να τον πείσει ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει για όλα αυτά τα σπουδαία και συνταρακτικά που έχει ζήσει. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο αξίζουν συγχαρητήρια στο Θεόδωρο Πελαντάκη που χρησιμοποιώντας τη μαεστρία έμπειρου δημοσιογράφου και τη μαιευτική τέχνη φιλοσόφου, τα κατάφερε κι έχουμε αυτό το αποτέλεσμα. Ίσως είναι λίγο. Ίσως εμένα δε μ’ έφτασε. Ήθελα κι άλλο που λένε. Γνωρίζοντας όμως καλά και τους δυο, ξέρω πως από το ολότελα, καλό είναι κι αυτό. Αρκεί να μη σταματήσει εδώ.
Σεβαστέ μου κύριε Πελαντάκη, πίεσε τονε περισσότερο.
Αγαπητέ μου γιατρέ, είναι τόσο σημαντικά αυτά που έχεις ζήσει, η διαδρομή σου συμπίπτει με την πιο ταραγμένη περίοδο από κάθε άποψη πολιτική και κοινωνική της νεότερης ιστορίας του τόπου, που δεν δικαιούσαι πλέον να τα κρατάς μόνο για τον εαυτό σου. Είναι πρωτογενής πηγή της ιστορίας μας που πρέπει να γίνει κτήμα καθενός και να κοσμεί τις βιβλιοθήκες όλων μας.