Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί - ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΑΝΤΟΥΜΑΚΗΣ

Τον Ιωάννη Χαντουμάκη τον γνώρισα πριν από λίγες μόνο μέρες και μάλιστα ύστερα από δική του πρωτοβουλία. Μπήκε στον κόπο να φτάσει μέχρι το Μοναστήρι τ’ Αρσανιού, στον χώρο δηλαδή όπου θα γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Αδελφότης των Στεναγμών».
Με πλησίασε ευγενικά, μου συστήθηκε και μου χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του «ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί». Ακόμη ένας, σκέφτηκα, που η αγάπη για τον τόπο του έγινε μεράκι αρχικά, βάρος ασήκωτο στη συνέχεια, που έπρεπε με κάποιο τρόπο να εκτονωθεί, να βγει στο φως του ήλιου, να κοινοποιηθεί, να επιμεριστεί και σαν αντίδωρο να μοιραστεί σε πολλούς για να πάψει να τον πλακώνει και να τον βασανίζει.
Απόλυτα τον καταλαβαίνω και τον συμμερίζομαι πάνω σ’ αυτό. Από εκεί κι έπειτα ωστόσο αρχίζουν τα δύσκολα. Όταν έρχεται η ώρα της κρίσεως. Γιατί η πιο δύσκολη περίοδος για τον συγγραφέα ξεκινά με το που θα δοθεί η εντολή τυπωθήτω. Πράγματι από εκείνη τη στιγμή οι σημειώσεις του, τα κείμενά του, τα βιώματα, οι αγωνίες, ο κόπος και η δημιουργία του έχουν πάψει οριστικά και αμετάκλητα να είναι ιδιωτικά του μυστικά, καλά ή λιγότερο καλά κρυμμένα. Από την ώρα που ο αναγνώστης θα πάρει στα χέρια του το φρεσκοτυπωμένο χαρτί, αρχίζουν οι συζητήσεις και τα σχόλια και ο δημιουργός μπαίνει σε μια φάση αγωνιώδους αναμονής. Άραγε θα αρέσει; Πήγε χαλάλι ο μόχθος μου ή θα ακολουθήσουν κρίσεις και επικρίσεις; Θα βγαίνουν επιφωνήματα ενθουσιασμού ή θα ακούγονται μασημένα λόγια συγκατάβασης; Και το πρόβλημα επιτείνεται αν τυχαίνει ο συγγραφέας να είναι πρωτοεμφανιζόμενος και ως εκ τούτου άγνωστος στο ευρύ κοινό. Τότε κάποιοι, οι περισσότεροι, απλά τον αγνοούν και τον προσπερνούν αδιάφοροι και κάποιοι άλλοι από περιέργεια και με επιφυλακτικότητα μεγάλη ρίχνουν μια ματιά για να «γραντάρουν». Να δουν, δηλαδή, αν έχει κάτι να δώσει ή απλά ικανοποίησε κάποιο του απωθημένο. Κι αν μεν κρίνουν πως είναι της σειράς, αλίμονό του. Πάλι κι αν αξίζει, δυσπιστούν. Ευκαιριακό το θεωρούν και περιμένουν τη συνέχεια. Το στραβοπάτημα το πρώτο που θα τους δώσει το δικαίωμα να τον μειώσουν και να τον χλευάσουν. Λες κι ο μικρόκοσμος ο δικός τους δεν δικαιούται κάτι ξεχωριστό κι ο γνωστός, ο διπλανός δεν μπορεί να κρύβει για χρόνια μέσα του κι αιφνίδια να ξεδιπλώνει το όποιο του ταλέντο.
Με όλα τα παραπάνω κατά νου πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Χαντουμάκη και το άνοιξα. Με προσοχή ξεκίνησα την ανάγνωση και με σεβασμό το αντιμετώπισα όπως αρμόζει, άλλωστε, να συμπεριφέρεται ο καθένας μας στον κόπο του άλλου. Γρήγορα διαπίστωσα ωστόσο πως δεν είναι αρκετό ένα βιαστικό πέρασμα, έτσι από υποχρέωση, αφού το πόνημά του είναι ένας πραγματικός θησαυρός ειδικά για τους λαογράφους και τους ερευνητές. Κι αυτό γιατί περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τα πέτρινα χρόνια της αγροτικής ζωής στο χωριό, περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε άλλωστε και ανδρώθηκε ο συγγραφέας. Δίνει πληροφορίες για τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων, τις δοξασίες, τους θρύλους, και τις παράξενες ιστορίες της περιοχής.
Ακούραστος ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να γράφει από μνήμης καθισμένος άνετα στην πολυθρόνα του γραφείου του, αλλά τρέχει, σκαρφαλώνει στα βουνά, αναζητά, ξετρυπώνει πληροφορίες και ιστορικά ντοκουμέντα, καταγράφει τις πηγές, τα βουνά, τα δύσβατα φαράγγια, τις σπηλιές και τα ποτάμια, φωτογραφίζει. Κι όλο αυτό το υλικό με δουλειά ατέλειωτη και με την υπομονή και τη μαεστρία της μέλισσας το αφομοιώνει, το μεταπλάθει και μας το σερβίρει ξανά, ακατέργαστο θαρρείς, σαν μέλι αγνό, για να αποτελέσει την πρώτη ύλη νέων δημιουργιών βασισμένων στην πλούσια συλλογή ιστορικών, πολιτιστικών και λαογραφικών στοιχείων του.
Πολλοί φιλοδοξούν και μπαίνουν τελικά στον πειρασμό να ασχοληθούν με το χωριό τους και να γράψουν γι’ αυτό. Επιχειρούν αρχικά μια πρόχειρη καταγραφή και δίνουν στη συνέχεια περισσότερο βάρος στα απλά καθημερινά προβλήματα της εποχής που συνδέεται με τη νεότητά τους κυρίως, αναπαράγοντας περιστατικά δραματικά ή κωμικά, στιγμιότυπα, σκηνές και πειράγματα στον τρελό του χωριού, φάρσες και γεγονότα που από πρώτη ματιά ενεργοποιούν το θυμικό και προκαλούν θλίψη ή θυμηδία στον αναγνώστη χωρίς επί της ουσίας να έχουν να προσφέρουν πολλά στον απληροφόρητο και άσχετο με την περιοχή. Αντίθετα, τον Χαντουμάκη τον διακρίνει μια αξιοπρόσεκτη μεθοδολογία τόσο στην έρευνα όσο και στην παράθεση ιστοριών και συμβάντων. Χωρίς να υστερεί στα τελευταία δίνει μεγαλύτερο βάρος στα περισσότερο ουσιώδη με αναλυτική περιγραφή της ευρύτερης περιοχής. Καταγράφει τα νερά, το κλίμα, την παραγωγή και το φυσικό περιβάλλον. Επεκτείνει την έρευνά του σε βάθος μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους, την Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία. Κάνει αναφορά στα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην Αντίσταση ενάντια στον κατακτητή. Και για όλα τα παραπάνω δεν αρκείται στην απλή καταγραφή σαν απόμακρος και τυπικός γραφιάς, αλλά προβληματίζεται, σχολιάζει και έχει απόψεις τις οποίες κοινοποιεί προτείνοντας παράλληλα λύσεις.
Πολλά θα μπορούσα να γράψω σχολιάζοντας το «ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί», αλλά δεν βρίσκεται πάντα το καλό στην ποσότητα. Ένα μόνο θα ήθελα να σημειώσω κλείνοντας. Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο και ευπαρουσίαστο που τιμά τους χορηγούς της έκδοσης, τους κατοίκους της περιοχής και βέβαια τον συγγραφέα.