Μου αρέσει το διάβασμα. Και το γράψιμο επίσης. Με συνεπαίρνει η αιώνια μάχη με τα μικρά, απείθαρχα, γράμματα της αλφαβήτου και η αέναη προσπάθεια που απαιτείται για να μπουν στη σειρά. Η μαγεία του σχηματισμού λέξεων και προτάσεων και ο αιχμαλωτισμός, εντέλει, στο χαρτί εννοιών ολοκληρωμένων ή ακόμη κι ανολοκλήρωτων. Η διαρκής νευρικότητα που προκαλείται από την ανασφάλεια ή μάλλον τη βεβαιότητα πως κάτι άλλο ήθελα να γράψω, κάπως αλλιώς να τ’ αποδώσω και μου ξέφυγε. Περισσότερο με συγκινεί ωστόσο η αίσθηση ενός φρεσκοτυπωμένου βιβλίου που συνειρμικά μου φέρνει στον νου το ζεστό φρεσκοξεφουρνισμένο ψωμί που με προκαλεί έτσι αφράτο όπως είναι κι αχνιστό, που αφήνει λεύτερα τ’ αρώματά του να παρασυρθούν από τ’ αέρι και να πλημμυρίσουν τις γειτονιές. Με εξιτάρει ακόμη το μυστήριο του παραφουσκωμένου φακέλου που το περικλείει, σαν κι αυτού που μόλις προ ημερών έλαβα, η αγωνία μέχρι την αποκάλυψη, το αρχικό τρέμουλο των χεριών και το πρώτο βιαστικό ξεφύλλισμα.
Είναι περίεργο, αλλά κάποια πράγματα δεν αλλάζουν με τα χρόνια. Ίδια η αίσθηση του «τώρα» μ’ αυτήν που είχα «τότε», στα πρώτα μαθητικά μου χρόνια. Το μάτι, αρχικά ανυπόμονο, που ήθελε με μια ματιά μόνο ν’ αποκαλύψει το μυστικό που έκρυβε το βιβλίο, να αποκωδικοποιήσει το μήνυμά του, να ταξινομήσει τις πληροφορίες και τις γνώσεις, να προβληματιστεί, να μείνει μετέωρο πριν τις μετουσιώσει και τις κάνει κτήμα, καλά φυλαγμένο, στις πολυδαίδαλες αποθήκες του νου.
Ένα δέος μου προκαλούσαν τα βιβλία πάντα. Φόβο και σεβασμό μαζί που εντάθηκε με τα χρόνια. Ειδικά όταν πρόκειται για δημιουργίες και πονήματα φίλων. Φόβο μην τα παρεξηγήσω και σεβασμό για να με εμπιστευτούν με τη σειρά τους, μου ανοιχτούν και μου επιτρέψουν να τα καταλάβω. Τα ίδια συναισθήματα δηλαδή που μου προκαλούσε ανέκαθεν το γράψιμο της Χρυσούλας Δημητρακάκη. Δεν είναι εύκολο, ούτε με την πρώτη κατανοητό. Αυτό πρέπει να το παραδεχτώ δημόσια. Κι αν δεν του δώσω τη δέουσα προσοχή, πάει, μου ξέφυγε το νόημα, πέταξε μακριά, ατίθασο, γάργαρο και κελαρυστό σαν το γέλιο της Χρυσούλας κι άντε να το μαζέψω μετά.
Το χώμα ζυμώνει η Χρυσούλα, τον ήλιο, το φως, τη θάλασσα. Μαζί με τις ψυχής της την αγωνία, τη μόνιμη αναζήτηση, τον έρωτα, τη λαχτάρα για τη λύτρωση και πλέκει έναν ιστό περίτεχνο και εγκλωβίζει τον αναγνώστη που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει οδό διαφυγής. Κι όσο θεωρεί πως την πλησιάζει, τόσο αυτή του ξεφεύγει κι απομακρύνεται ακόμη πιο πέρα, ακόμη πιο μακριά και μπερδεύεται έτσι στον μαγικό κόσμο της αναζήτησης με μόνη διέξοδο την ελπίδα. «Γιατί δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, παρά μονάχα να ελπίζουμε».
«Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά», το πέμπτο βιβλίο της Χρυσούλας Δημητρακάκη, είναι μια συλλογή δοκιμίων και ποίησης που παντρεύει, μεταφορικά πάντα, την αρμύρα της φουρτουνιασμένης θάλασσας με το ανάλαφρο θρόισμα που προκαλεί στα φύλλα του μεγάλου δρυγιά το χάδι του μερωμένου αέρα αναζητώντας την ουσία.
«Είμαστε,
λίγο χώμα και λίγο βροχή.
Μια ανάσα είμαστε,
που όταν δεν υπάρχει,
γινόμαστε κενό κουφάρι, χωρίς νόημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου