Η ιδέα αρχικά φάνηκε απλή και εύκολα εφαρμόσιμη. Πριν πάρει σάρκα και οστά ο «Καλλικράτης», αφήνοντας πίσω του τον «Καποδίστρια» και κάνοντας παρελθόν τις Νομαρχίες, καλό θα ήταν να υπάρξει ένα βιβλίο που θα κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της πάλαι ποτέ Νομαρχίας Ρεθύμνου.
Δεν λέω, ενδιαφέρουσα, από κάθε άποψη, η ιδέα, και καλά ακούγεται. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι να γίνει πράξη, η απόσταση είναι τεράστια γιατί χρειάζεται κόπος πολύς, έρευνα, τρέξιμο, αγωνία, προπάντων όμως κέφι και μεράκι. Ωστόσο όταν αυτό το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα το αναλάβει ένας άνθρωπος με την εμπειρία, τη μεθοδικότητα και την εργατικότητα του Μιχάλη Τρούλη, τότε το πράγμα αλλάζει και το αποτέλεσμα είναι μια ανεκτίμητης αξίας εργασία που δεν πρέπει να απουσιάζει από κανένα σπίτι και καμιά βιβλιοθήκη. Ένα έργο πολύτιμο συμπυκνωμένης γνώσης, αστείρευτη πηγή μάθησης, απροσδόκητο εύρημα για μελετητές, ερευνητές και όχι μόνο.
Αυτή τη φορά θα προσπαθήσω να ξεφύγω από τα τετριμμένα. Να εκθειάσω δηλαδή τον συγγραφέα αφού είναι σε όλους γνωστό το συνολικό του έργο με την πληθώρα των βιβλίων, των άρθρων, των παρουσιάσεων και η πολυσχιδής προσφορά του τόσο στον χώρο των γραμμάτων, της ιστορικής έρευνας και της λαογραφίας, όσο και η συνεισφορά του από τη θέση του προέδρου, στην ανάπτυξη και καταξίωση της ΙΛΕΡ και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου που ύστερα από αγώνα δεκαετιών βλέπει το όραμά της να πραγματώνεται με την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης.
Θα αποφύγω να μιλήσω για την προσωπικότητα, τις ικανότητες και το ήθος του ανθρώπου που όταν θεώρησε πως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του στην εκπαίδευση δεν δίστασε να τα παρατήσει και απερίσπαστος, νεότατος ων, να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε αυτό που τον ενδιέφερε και τον εξέφραζε με αποτέλεσμα να καταστεί η πλέον έγκυρη φωνή στον χώρο των γραμμάτων και του πολιτισμού στο Ρέθυμνο.
Προσπερνώντας λοιπόν τον σκόπελο των προσωπικών αναφορών θα επικεντρωθώ στο εξαίσιο δημιούργημά του. Καταρχάς, πρόκειται για έναν θαυμάσιο, πολυτελή τόμο 400 σελίδων, καλαίσθητο και αριστοτεχνικά δομημένο. Ξεκινά με τη Μορφολογία του Νομού, όπου μέσα από ένα φανταστικό φωτογραφικό υλικό μας δίνει ανάγλυφα την εικόνα του. Τα βουνά, τα φαράγγια, τα λίγα ποτάμια, τις νυμφοσύχναστες πηγές, τα ακρογιάλια και τις ατέλειωτες παραλίες του.
Αυτό που με αιχμαλώτισε στην κυριολεξία και με έκανε να γυρνώ και να ξαναγυρνώ στο ίδιο σημείο ήταν η εκτενής αναφορά στη χλωρίδα του τόπου μας και οι μοναδικές φωτογραφίες που τη συνοδεύουν. Ιδιαίτερα χρήσιμη θεωρώ επίσης τη λεζάντα με την ονομασία, τόσο την κοινή όσο και την επιστημονική, του φυτού που απεικονίζεται και την αναφορά στο μέρος που το αιχμαλώτισε ο φακός.
Στο Ιστορικό Περίγραμμα ο συγγραφέας συγκεντρώνει πλούσιο ιστορικό υλικό και μέσα από φωτογραφίες, χάρτες, διαγράμματα, αναφορές και μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων περιηγητών, ερευνητών και συγγραφέων, μας οδηγεί στην όχι και τόσο ζηλευτή πραγματικότητα του σήμερα. Ακολουθούν οι ενότητες που αναφέρονται στην πλούσια πνευματική παράδοση και τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει στο κτίριο της Νομαρχίας, όπου μας μιλά για την ιστορία και τις χρήσεις του. Συνεχίζει με την Παλιά και τη Νέα Πόλη, τις όψεις του Ρεθύμνου και τις τέως επαρχίες Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου, Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου. Σταματά σε κάθε χωριό, αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα της περιοχής και τα αξιοθέατά της και μέσα από μια μαγευτική διαδρομή μάς ξεναγεί στους Αρχαιολογικούς Χώρους, τα ευρήματα, τις Ιερές Μονές και τα Βυζαντινά Μνημεία. Δεν παραλείπει τέλος να μας δώσει τα υψόμετρα όλων των οικισμών και τις χιλιομετρικές αποστάσεις που τους χωρίζουν από το Ρέθυμνο.
Τελειώνοντας δεν μπορώ παρά να δηλώσω εντυπωσιασμένος από το μέγεθος της δουλειάς και τον όγκο των στοιχείων που περιλαμβάνει. Αυτός ο τόμος τελικά «δεν είναι απλά ένα ακόμη βιβλίο. Είναι μια παρακαταθήκη και ένα μέσον για να ταξιδέψει ο τόπος μας απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου και να γίνουν γνωστές οι καταβολές του, κυρίως στους νέους μας, αλλά και σε όλους όσοι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν» για να χρησιμοποιήσω την τελευταία παράγραφο του προλόγου του Νομάρχη Ρεθύμνου Γιώργη Παπαδάκη, στον οποίο αξίζουν συγχαρητήρια όπως και στον φίλο Μανόλη Παπυράκη που επιμελήθηκε το έργο.
Για τον συγγραφέα, τι άλλο να πω; Να ’σαι καλά, αγαπητέ Μιχάλη, για να συνεχίσεις να προσφέρεις στον τόπο, με τον τρόπο που εσύ ξέρεις, πλούσιες δημιουργίες με τη σεμνότητα που σε διακρίνει.