Και μόνο το όνομα Πηγή με συγκινεί. Η Πηγή, το κεφαλοχώρι, ήταν το κέντρο αναφοράς για τα γύρω χωριά και τους οικισμούς εκεί στις δύσκολες μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50 και του ’60. Εύφορο, γόνιμο, με χώματα παχιά και κάτι αρχοντανθρώπους πιο πλούσιους στην καρδιά και τα αισθήματα από το στοιβαγμένο στις ευρύχωρες αποθήκες βιος τους. Οι μνήμες με παρασέρνουν βίαια και με γυρίζουν πίσω, γύρω στα ’60, που μικρό παιδί, τις περισσότερες φορές ξυπόλητο, ένιωθα μια χαρά άγρια να με πλημμυρίζει την κάθε φορά που μ’ έστελνε ο πατέρας μου από το γειτονικό Παγκαλοχώρι, καβάλα στον γάιδαρο, να «πουσουνίσω» στην Πηγή.
Το μπακάλικο του Παλιερογιάννη φάνταζε στα μάτια μου τότε ασύγκριτα πιο μεγάλο και πιο φορτωμένο από τα σημερινά γιγάντια πολυκαταστήματα. Ο αλευρόμυλος, ο φούρνος του Μαθιουδάκη, οι Χατζηγιάννηδες, οι Στρογγύλιδες, οι Μεταξάδες, οι Μαϊνωλάδες, οι Καφφάτοι, οι Χατζάκηδες, οι Κουτσαλέδες, οι Φασουλάδες και τόσοι άλλοι, άνθρωποι με μπέσα και φιλότιμο, γνωστοί και άγνωστοι, φιλικοί όλοι κι ευπροσήγοροι. Η πλατεία με τον σταθμό της Χωροφυλακής και τα καφενεία, το καλωσόρισμα των γυναικών από τα κατώφλια των σπιτιών τους, το άδολο γέλιο στα καθαρά πρόσωπα των ανδρών κι η επιμονή τους για ένα κέρασμα, μια γαζόζα ή μια βανίλια υποβρύχιο.
Απόφυγα να γράψω για το βιβλίο «εν θερμώ» μην ήταν ο συναισθηματισμός αυτός που θα με παράσερνε και θα μ’ έκανε να γράψω λέξεις υπερβολής και λόγια περίσσια. Πήγα στην παρουσίαση, στην ανακαινισμένη πλατεία της Πηγής, καλεσμένος του Πολιτιστικού Συλλόγου κι αντάμωσα μαζεμένο κόσμο, ασυνήθιστα πολύ, για τέτοιες εκδηλώσεις. Προπάντων όμως αντίκρισα πρόσωπα χαρωπά, παλιούς Πηγιανούς αλλά και τα παιδόγγονά τους που κληρονόμησαν τις ίδιες αξίες που έκαναν ξεχωριστή την Πηγή και τους Πηγιανούς.
Απόλυτη τάξη κι ησυχία επικρατούσε εκείνο το ζεστό δειλινό της 23ης Αυγούστου και κατάνυξη, λες και βρισκόμουν σ’ εκκλησία. Άψογη η διοργάνωση, μεστά τα λόγια των ομιλητών, των κ. Γιάννη Παπιομύτογλου, του δάσκαλου Κώστα Μυγιάκη και του συγγραφέα και σεβαστού μου καθηγητή, Γιώργη Εκκεκάκη.
Ένα γρήγορο φυλλομέτρημα το ίδιο βράδυ κι ύστερα διάβασμα και ξαναδιάβασμα του βιβλίου που με τραβούσε σαν μαγνήτης και δεν μ’ άφηνε να τ’ αποχωριστώ. Και πάλι όμως δεν τ’ αποφάσιζα να γράψω τις δυο κουβέντες που θεωρούσα υποχρέωση μου, γιατ’ ήταν η ψυχή μου γεμάτη και το χέρι μου έτρεμε από τη βιασύνη και το άγχος και μουτζούρωνε το χαρτί. Ν’ αναφερθώ στα κοινότυπα για τη σημασία που έχει η συγγραφή ενός βιβλίου για κάθε χωριό, δεν θα το κάνω. Αυτονόητο το θεωρώ. Τούτο όμως ξεχωρίζει για δυο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι το ίδιο το χωριό με την πλούσια ιστορία που χάνεται στους αιώνες κι ο άλλος ο συγγραφέας με το πάθος, την υπομονή και την επιμονή του στη συγκέντρωση τόσων στοιχείων. Ξεχωρίζουν οι κάτοικοι με τον ηρωισμό τους, αφού έχουν δώσει το παρόν σε όλους τους αγώνες, με τη φιλοξενία τους και τη χουβαρδοσύνη. Ξεχωρίζει κι ο συγγραφέας με την αγάπη του για το χωριό, την επιμέλεια, το ήθος, το λογοτεχνικό του ύφος και τον ρηξικέλευθο ισχυρισμό του περί Αρίου και Βουλισμένης. Ξεχωρίζει τέλος το ίδιο το βιβλίο με τη δομή και την πληθώρα ιστορικών και άλλων ντοκουμέντων.
Παρασύρθηκα κι έγραψα πολλά, νομίζω. Δεν μπορώ όμως να μη συγχαρώ δημόσια όλους τους συντελεστές αυτής της επιμελημένης έκδοσης. Τον χρηματοδότη, πρώτ’ απ’ όλους, αυτού του εγχειρήματος, τον άξιο κι αγαπητό Μανόλη Γιαννακάκη, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πηγής-Αγίου Δημητρίου και τον Πρόεδρό του Στάθη Καφφάτο για τη συμβολή τους και τον συγγραφέα-ερευνητή-μελετητή Γιώργη Εκκεκάκη και του εύχομαι από καρδιάς «ό,τι καλύτερο», γιατί σίγουρα έχει πολλά ακόμη να μας δώσει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου